εὔδμητος: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔδμητος]] και ἐΰδμητος, και δωρ. τ. εὔδματος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει οικοδομηθεί καλά και [[στερεά]] («εὔδμητον περὶ βωμόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δμητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέμω]] «[[κτίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λιθό</i>-<i>δμητος</i>, <i>νεό</i>-<i>δμητος</i>)].
|mltxt=[[εὔδμητος]] και ἐΰδμητος, και δωρ. τ. εὔδματος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει οικοδομηθεί καλά και [[στερεά]] («εὔδμητον περὶ βωμόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δμητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέμω]] «[[κτίζω]]»), [[πρβλ]]. <i>λιθό</i>-<i>δμητος</i>, <i>νεό</i>-<i>δμητος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔδμητος Medium diacritics: εὔδμητος Low diacritics: εύδμητος Capitals: ΕΥΔΜΗΤΟΣ
Transliteration A: eúdmētos Transliteration B: eudmētos Transliteration C: eydmitos Beta Code: eu)/dmhtos

English (LSJ)

Dor. εὔ-δμᾱτος, ον, A well-built, βωμός Il.1.448; πύργοι Hes.Sc.242; κολώνα Pi.P.12.3; ἀγυιαί A.R.1.317. (Always in Ep. form ἐΰδμ-, exc. in Od.20.302 ὁ δ' εὔδμητον βάλε τοῖχον.)

German (Pape)

[Seite 1062] ep. ἐΰδμητος (nur Od. 20, 302 die gew. Form), schön gebaut; πύργοι Il. 12, 154; Hes. Sc. 242; βωμός Il. 1, 448; πόλις 21, 516; τοῖχος Od. 22, 126; κολώνα Pind. P. 12, 3; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 317.

Greek (Liddell-Scott)

εὔδμητος: Δωρ. -δμᾱτος, ον, καλῶς ᾠκοδομημένος, βωμός, πύργος, πόλις Ὅμ., ἀείποτε ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ, ἐΰδμητος, πλὴν ἐν Ὀδ. Υ. 302, ὁ δ’ εὔδμητον βάλε τοῖχον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien construit.
Étymologie: εὖ, δέμω.

English (Autenrieth)

ἐύδ. (δέμω): well-built.

Greek Monolingual

εὔδμητος και ἐΰδμητος, και δωρ. τ. εὔδματος, -ον (Α)
αυτός που έχει οικοδομηθεί καλά και στερεά («εὔδμητον περὶ βωμόν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -δμητος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. λιθό-δμητος, νεό-δμητος)].

Greek Monotonic

εὔδμητος: Επικ. ἐΰ-δμητος, -ον (δέμω), καλά οικοδομημένος, καλοχτισμένος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔδμητος: эп. ἐΰδμητος, дор. εὔδμᾱτος 2 хорошо построенный, красиво сооруженный (βωμός, πόλις, τοῖχος Hom.; πύργος Hom., Hes.; κολώνα Pind.).

Middle Liddell

δέμω
well-built, Hom.