θαλασσοτείχιστος: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θαλασσοτείχιστος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιβάλλεται από [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τείχιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τειχίζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>τείχιστος</i>, <i>ευαπο</i>-<i>τείχιστος</i>].
|mltxt=[[θαλασσοτείχιστος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιβάλλεται από [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τείχιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τειχίζω]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>τείχιστος</i>, <i>ευαπο</i>-<i>τείχιστος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσοτείχιστος Medium diacritics: θαλασσοτείχιστος Low diacritics: θαλασσοτείχιστος Capitals: ΘΑΛΑΣΣΟΤΕΙΧΙΣΤΟΣ
Transliteration A: thalassoteíchistos Transliteration B: thalassoteichistos Transliteration C: thalassoteichistos Beta Code: qalassotei/xistos

English (LSJ)

ον, A gloss on ἁλιερκής, Sch.Pi.O.8.34.

German (Pape)

[Seite 1183] Erkl. von ἁλιερκής, Schol. Pind. Ol. 8, 34.

Greek (Liddell-Scott)

θαλασσοτείχιστος: -ον, ἑρμην. τοῦ ἁλιερκής, Σχόλ. Πινδ. Ὀλ. 8, 34.

Greek Monolingual

θαλασσοτείχιστος, -ον (Α)
αυτός που περιβάλλεται από θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -τείχιστος (< τειχίζω), πρβλ. α-τείχιστος, ευαπο-τείχιστος].