κρυφός: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κουρφός]], -ή, -ό (Μ [[κρυφός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> κρυμμένος, [[αφανής]] στους άλλους, [[μυστικός]] (α. «κρυφό [[σχολειό]]» β. «[[κρυφή]] [[είσοδος]]»)<br /><b>2.</b> (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, [[κρύφιος]], [[μύχιος]] («[[κρυφή]] [[αγάπη]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κρυφό</i>(<i>ν</i>)<br />το [[μυστικό]], το απόρρητο («μάς κρατάει [[κάτι]] κρυφό»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «στα [[κρυφά]]» — [[μυστικά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δυσδιάκριτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐν [[κρυφῇ]]» ή «εἰς τὸ κρυφόν» — [[μυστικά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν ανακοινώνει τα [[μυστικά]] του, [[κρυψίνους]]<br /><b>2.</b> [[εχέμυθος]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ο [[κόσμος]] το 'χει [[τούμπανο]] κι εσύ κρυφό [[καμάρι]]» — λέγεται για ένα παγκοίνως γνωστό [[πράγμα]] που προσπαθεί [[κάποιος]] να αποκρύψει. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κρυφά]] και <i>κουρφά</i> και <i>κρουφά</i> (Μ <i>κρυφῶς</i>)<br />[[μυστικά]], [[λαθραία]] («βγαίνει [[κρυφά]] [[μαζί]] του»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ζούμε [[κρυφά]] από τον θεό» — ζούμε σε πλήρη [[αφάνεια]], [[μακριά]] από τον κόσμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[κρυφός]] σχηματίστηκε κατ' [[απόσπαση]] από αρχ. σύνθ. όπως [[είναι]] λ.χ. το <i>κρυφο</i>-<i>γαμία</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κοντό]]-)].
|mltxt=και [[κουρφός]], -ή, -ό (Μ [[κρυφός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> κρυμμένος, [[αφανής]] στους άλλους, [[μυστικός]] (α. «κρυφό [[σχολειό]]» β. «[[κρυφή]] [[είσοδος]]»)<br /><b>2.</b> (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, [[κρύφιος]], [[μύχιος]] («[[κρυφή]] [[αγάπη]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κρυφό</i>(<i>ν</i>)<br />το [[μυστικό]], το απόρρητο («μάς κρατάει [[κάτι]] κρυφό»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «στα [[κρυφά]]» — [[μυστικά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δυσδιάκριτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐν [[κρυφῇ]]» ή «εἰς τὸ κρυφόν» — [[μυστικά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν ανακοινώνει τα [[μυστικά]] του, [[κρυψίνους]]<br /><b>2.</b> [[εχέμυθος]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ο [[κόσμος]] το 'χει [[τούμπανο]] κι εσύ κρυφό [[καμάρι]]» — λέγεται για ένα παγκοίνως γνωστό [[πράγμα]] που προσπαθεί [[κάποιος]] να αποκρύψει. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κρυφά]] και <i>κουρφά</i> και <i>κρουφά</i> (Μ <i>κρυφῶς</i>)<br />[[μυστικά]], [[λαθραία]] («βγαίνει [[κρυφά]] [[μαζί]] του»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ζούμε [[κρυφά]] από τον θεό» — ζούμε σε πλήρη [[αφάνεια]], [[μακριά]] από τον κόσμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[κρυφός]] σχηματίστηκε κατ' [[απόσπαση]] από αρχ. σύνθ. όπως [[είναι]] λ.χ. το <i>κρυφο</i>-<i>γαμία</i> ([[πρβλ]]. [[κοντό]]-)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:00, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῠφός Medium diacritics: κρυφός Low diacritics: κρυφός Capitals: ΚΡΥΦΟΣ
Transliteration A: kryphós Transliteration B: kryphos Transliteration C: kryfos Beta Code: krufo/s

English (LSJ)

ὁ, A = κρυφιότης, Emp.27.3 (dub.); κρυφὸν θέμεν to throw a cloud over... Pi.O.2.97 (κρύφιον codd.). II lurking-place, LXX 1 Ma.2.36, 1.53. (On the accent v. Hdn.Gr.1.225.)

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
nuage LSJ.
Étymologie: κρύπτω.

English (Slater)

κρῠφός ?
   1 hidden κόρος τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε θέμεν ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus cf. Georgacas, Glotta 36, 164. κρύφιόν codd., κρύψιν Σ paraphr. fort. recte) (O. 2.97)

Greek Monolingual

και κουρφός, -ή, -ό (Μ κρυφός, -ή, -όν)
1. κρυμμένος, αφανής στους άλλους, μυστικός (α. «κρυφό σχολειό» β. «κρυφή είσοδος»)
2. (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, κρύφιος, μύχιοςκρυφή αγάπη»)
3. το ουδ. ως ουσ. το κρυφό(ν)
το μυστικό, το απόρρητο («μάς κρατάει κάτι κρυφό»)
4. φρ. «στα κρυφά» — μυστικά
μσν.
1. δυσδιάκριτος
2. φρ. «ἐν κρυφῇ» ή «εἰς τὸ κρυφόν» — μυστικά
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που δεν ανακοινώνει τα μυστικά του, κρυψίνους
2. εχέμυθος
3. παροιμ. «ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι εσύ κρυφό καμάρι» — λέγεται για ένα παγκοίνως γνωστό πράγμα που προσπαθεί κάποιος να αποκρύψει.
επίρρ...
κρυφά και κουρφά και κρουφάκρυφῶς)
μυστικά, λαθραία («βγαίνει κρυφά μαζί του»)
νεοελλ.
φρ. «ζούμε κρυφά από τον θεό» — ζούμε σε πλήρη αφάνεια, μακριά από τον κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. κρυφός σχηματίστηκε κατ' απόσπαση από αρχ. σύνθ. όπως είναι λ.χ. το κρυφο-γαμία (πρβλ. κοντό-)].

Greek Monotonic

κρῠφός: ὁ (κρύπ-τω), κρυφὸν θέμεν, ρίχνω ένα σύννεφο από πάνω, σε Πίνδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρυφός -οῦ, ὁ [κρύπτω] verborgenheid, heimelijkheid; pred.: κρυφόν τε θέμεν ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις de fraaie daden van nobele mensen verhullen Pind. O. 2.97.

Middle Liddell

κρῠφός, οῦ, κρύπτω
κρυφὸν θέμεν to throw a cloud over, Pind.