χρηστήριος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, θηλ. και -<i>ος</i>, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[μαντείο]], [[προφητικός]] («χρηστηρίους ὄρνιθας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος) αυτός που δίνει χρησμούς<br /><b>3.</b> αυτός που προορίζεται ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[χρήση]], [[χρηστικός]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ χρηστήρια</i><br />(με ή [[χωρίς]] τη λ. <i>σκεύη</i>) μαγειρικά σκεύη ή έπιπλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το θ. του ρ. <i>χρή</i> «[[πρέπει]], χρειάζεται, [[είναι]] [[ανάγκη]]», με κατάλ. -<i>τήριος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πιεσ</i>-<i>τήριος</i>), και εμφανίζει δυσερμήνευτο -<i>σ</i>- (για τη σημ. του τ. <b>βλ. λ.</b> <i>χρή</i>)].
|mltxt=-ία, -ον, θηλ. και -<i>ος</i>, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[μαντείο]], [[προφητικός]] («χρηστηρίους ὄρνιθας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος) αυτός που δίνει χρησμούς<br /><b>3.</b> αυτός που προορίζεται ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[χρήση]], [[χρηστικός]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ χρηστήρια</i><br />(με ή [[χωρίς]] τη λ. <i>σκεύη</i>) μαγειρικά σκεύη ή έπιπλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το θ. του ρ. <i>χρή</i> «[[πρέπει]], χρειάζεται, [[είναι]] [[ανάγκη]]», με κατάλ. -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. <i>πιεσ</i>-<i>τήριος</i>), και εμφανίζει δυσερμήνευτο -<i>σ</i>- (για τη σημ. του τ. <b>βλ. λ.</b> <i>χρή</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρηστήριος Medium diacritics: χρηστήριος Low diacritics: χρηστήριος Capitals: ΧΡΗΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: chrēstḗrios Transliteration B: chrēstērios Transliteration C: christirios Beta Code: xrhsth/rios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον A.Eu.241: (χράω (B) A): A oracular, prophetic, ἐφετμαί l. c.; ὄρνιθες Id.Th.26; χρηστηρίαν ἐσθῆτα Id.Ag. 1270; τρίπους χ. E.Ion1320; τοὔνομα Id.Hel.822; also Ἄπολλον χρηστήριε author of oracles, Hdt.6.80, cf. OGI312 (Aegae, ii B. C.). II (χράομαι) = χρηστικός, fitted or designed for use, useful, χρηστήρια σκεύη household utensils or furniture, Pl.Com.27 (τὰ πρὸς θεωρίαν ἢ θυσίαν σ. Poll.10.11); without σκεύη, Mnemos. 57.208 (Argos, vi B. C.), OGI326.30 (Teos, ii B. C.); ὅσα σκύτινα τῶν ὅπλων καὶ τῶν χ. Str.13.1.48, cf. 15.2.6, Nic.Dam.106J.; τὸν περίβολον καὶ τὰ ἐν αὐτῷ χ. Expl.Arch.de Délos 11.291, cf. 120, Durrbach Choixd' inscr.de Délos 119 (ii B. C.); τὰ δώματα καὶ τὰ χ. τῶν ὑδάτων Supp.Epigr.8.170 (Palestine), cf. PCair.Zen.764.37 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1375] auch 2 Endgn, 1) zum Wahrsager, zum Wahrsagen gehörig, prophetisch; ὄρνιθες Aesch. Spt. 26; ἐφετμἡ Λοξίου Eum. 232, die das Orakel gegeben; ἐσθής, das Kleid des Wahrsagers, Ag. 1243, τρίποδα χρηστήριον λιποῦσα Eur. Ion 1320. – 2) (χράομαι) zum Gebrauche gehörig, bestimmt; χρηστήρια, mit und ohne σκεύη, Geschirr, Hausrath, utensilia, Strab. u. a. Sp.; Poll. 10, 11.

Greek (Liddell-Scott)

χρηστήριος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 241· (χράω (Γ) Α)· - ὁ ἀνήκων εἰς μαντιον, ἐκ μαντείου, μαντικός, προφητικός ἐφετμαὶ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὄρνιθες ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 26· χρηστηρίαν ἐσθῆτα ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1270· τρίπους χρ. Εὐρ. Ἴων 1320· τοὔνομα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 822· ὡσαύτως, Ἄπολλον χρηστήριε, δοτὴρ χρησμῶν, Ἡρόδ. 6. 80, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3527, ΙΙ. (χράομαι) ὡς τὸ χρηστικός, κατάλληλος ἢ κατεσκευαμένος ἐπίτηδες πρὸς χρῆσιν, χρήσιμος, χρηστήρια σκεύη, «τὰ πρὸς θεωρίαν ἢ θυσίας σκεύη ὠνόμαζον χρηστήρια, ὡς καὶ Πλάτων ἐν Ἑλλάδι εἴρηκεν ὁ κωμικὸς» Πολυδ. Ι΄ , 11 (ἴδε Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑλλάδι» 6), Στράβ. 604, Συλλ. Ἐπιγρ. 3069 30. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 425.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
qui concerne les oracles, les prophéties.
Étymologie: χράω³.

Greek Monolingual

-ία, -ον, θηλ. και -ος, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μαντείο, προφητικός («χρηστηρίους ὄρνιθας», Αισχύλ.)
2. (ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που δίνει χρησμούς
3. αυτός που προορίζεται ή είναι κατάλληλος για χρήση, χρηστικός
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χρηστήρια
(με ή χωρίς τη λ. σκεύη) μαγειρικά σκεύη ή έπιπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το θ. του ρ. χρή «πρέπει, χρειάζεται, είναι ανάγκη», με κατάλ. -τήριος (πρβλ. πιεσ-τήριος), και εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ- (για τη σημ. του τ. βλ. λ. χρή)].

Greek Monotonic

χρηστήριος: -α, -ον και -ος, -ονχράω (Γ) I.], αυτός που ανήκει ή προέρχεται από μαντείο, μαντικός, προφητικός, σε Αισχύλ., Ευρ.· Ἄπολλον χρηστήριε, δότης χρησμών, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

χρηστήριος: и
1) пророческий, вещий (ἐφετμὴ Λοξίου, ὄρνιθες Aesch.; τοὔνομα Eur.; Ἀπόλλων Her.);
2) прорицательский (ἐσθής Aesch.; τρίπους Eur.).

Middle Liddell

χρηστήριος, η, ον [χράω3]
of or from an oracle, oracular, prophetic, Aesch., Eur.; Ἄπολλον χρηστήριε author of oracles, Hdt.