ἴστωρ: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἴστωρ]] και [[ἵστωρ]] ό, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το [[δίκαιο]], [[κριτής]], [[δικαστής]]<br /><b>2.</b> [[μάρτυρας]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> [[έμπειρος]]<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ ἵστορες</i><br />οι διαιτητές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fίδ</i>- <i>τωρ</i> (με [[τροπή]] του <i>δ</i> σε <i>σ</i> προ του οδοντικού <i>τ</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>Fιδ</i>-, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>weid</i>- «[[βλέπω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τωρ</i> δηλωτική του δρώντος προσώπου. Πρόκειται για παρ. του ρ. [[οἶδα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἰδ</i>-<i>εῖν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Fιδ</i>-<i>εῖν</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιστορία]], [[ιστορώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιστόριον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[πολυΐστωρ]], [[φιλίστωρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αΐστωρ]], [[ανίστωρ]], [[επιίστωρ]], [[νομοΐστωρ]], [[προΐστωρ]], [[συνίστωρ]], [[φιλοΐστωρ]].
|mltxt=[[ἴστωρ]] και [[ἵστωρ]] ό, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το [[δίκαιο]], [[κριτής]], [[δικαστής]]<br /><b>2.</b> [[μάρτυρας]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> [[έμπειρος]]<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ ἵστορες</i><br />οι διαιτητές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fίδ</i>- <i>τωρ</i> (με [[τροπή]] του <i>δ</i> σε <i>σ</i> προ του οδοντικού <i>τ</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>Fιδ</i>-, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>weid</i>- «[[βλέπω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τωρ</i> δηλωτική του δρώντος προσώπου. Πρόκειται για παρ. του ρ. [[οἶδα]] ([[πρβλ]]. <i>ἰδ</i>-<i>εῖν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Fιδ</i>-<i>εῖν</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιστορία]], [[ιστορώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιστόριον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[πολυΐστωρ]], [[φιλίστωρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αΐστωρ]], [[ανίστωρ]], [[επιίστωρ]], [[νομοΐστωρ]], [[προΐστωρ]], [[συνίστωρ]], [[φιλοΐστωρ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴστωρ Medium diacritics: ἴστωρ Low diacritics: ίστωρ Capitals: ΙΣΤΩΡ
Transliteration A: ístōr Transliteration B: istōr Transliteration C: istor Beta Code: i)/stwr

English (LSJ)

or ἵστωρ, Boeot. ϝίστωρ Schwyzer 491, etc., ορος, ὁ, ἡ:—
A one who knows law and right, judge, ἐπὶ ἴστορι πεῖραρ ἑλέσθαι Il.18.501; ἴστορα δ' Ἀτρείδην Ἀγαμέμνονα θείομεν ἄμφω 23.486; ϝίστορες = witnesses, IG7.1779 (Thespiae); τῶ τεθμίω ϝίστωρ Schwyzer 523.64 (Orchom. Boeot.); θεοὺς πάντας ἵστορας ποιεύμενος Hp.Jusj.init., cf. Poll.8.106.
II Adj. knowing, learned, Hes.Op.792; ἴστωρ τινός = knowing a thing, skilled in it, ᾠδῆς h.Hom.32.2; ἐγχέων B.8.44; κἀγὼ τοῦδ' ἴστωρ ὑπερίστωρ S.El.850 (lyr), cf. E.IT1431, Pl.Cra.406b. (From ϝιδτωρ, cf. Εἴδω, οἶδα: ἵστωρ acc. to Hdn.Gr.2.108, etc.)

German (Pape)

[Seite 1272] ορος, ὁ (εἰδέναι), od. vielmehr nach Schol. Il. 18, 501 u. Anderen ἵστωρ zu schreiben, wofür das abgeleitete ἱστορέω spricht, der Kundige, Wissende, kundig, Hes. O. 790, ᾠδῆς H. h. 32, 2; der Augenzeuge, Zeuge, ἐπὶ ἵστορι πεῖραρ ἑλέσθαι Il. 18, 501, ἵστορα δ' Ἀτρείδην Ἀγαμέμνονα θείομεν ἄμφω 23, 846; vgl. Soph. El. 840; Lehrs de Aristarch. stud. p. 116; Schömann Att. Proceß p. 669 n. 40. – Oft bei sp. D., βίβλοι ἵστορες μύθων Antiphil. 11 (IX, 192); auch fem., Μελπομένη Ep. (IX, 505, 16). – In Prosa selten, Plat. Crat. 406 b 407 c u. Sp.

French (Bailly abrégé)

gén. ορος (ὁ, ἡ)
1 qui sait, qui connaît, gén.;
2 celui qui connaît la loi ; juge.
Étymologie: R. Ϝιδ, cf. οἶδα, ἴστωρ de *Ϝίδτωρ.

English (Autenrieth)

ορος (root ϝιδ): one who knows, judge, Il. 18.501, Il. 21.486.

Greek Monolingual

ἴστωρ και ἵστωρ ό, ἡ (Α)
1. αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το δίκαιο, κριτής, δικαστής
2. μάρτυρας
3. ως επίθ. έμπειρος
4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἵστορες
οι διαιτητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Fίδ- τωρ (με τροπή του δ σε σ προ του οδοντικού τ) < Fιδ-, μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας weid- «βλέπω» + κατάλ. -τωρ δηλωτική του δρώντος προσώπου. Πρόκειται για παρ. του ρ. οἶδα (πρβλ. ἰδ-εῖν < Fιδ-εῖν).
ΠΑΡ. ιστορία, ιστορώ
αρχ.
ιστόριον.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) πολυΐστωρ, φιλίστωρ
αρχ.
αΐστωρ, ανίστωρ, επιίστωρ, νομοΐστωρ, προΐστωρ, συνίστωρ, φιλοΐστωρ.

Greek Monotonic

ἴστωρ: ή ἵστωρ, -ορος, ὁ, ἡ (οἶδα
I. σοφός άνδρας, αυτός που γνωρίζει το δίκαιο, δικαστής, κριτής, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ως επίθ., γνώστης, ειδήμων, σε Ησίοδ.· ἵστωρ τινός, γνώστης κάποιου πράγματος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἴστωρ:
I и ἵστωρ, ορος adj. знающий, сведущий (φώς Hes.): ἵστορες ᾠδῆς HH искусные в песнопениях (Музы); κἀγὼ τοῦδ᾽ ἴ. ὑπερίστωρ Soph. да я сама это отлично знаю; ἀρετῆς ἴ. Plat. испытанная в добродетели (= Ἄρτεμις); αἱ τῶνδε ἴστορες βουλευμάτων Eur. участницы этого заговора.
II и ἵστωρ, ορος ὁ сведущий в законах, судья: ἱέσθην ἐπὶ ἴστορι πεῖραρ ἑλέσθαι Hom. оба (тяжущихся) пришли к судье, чтобы положить конец (тяжбе); ἴστορα Ἀγαμέμνονα θείομεν Hom. судьей (между нами) изберем Агамемнона.

English (Woodhouse)

acquainted with, knowing, accessory to, implicated

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)