ἐγχώριος: Difference between revisions
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐγ-χώριος, ον [[χώρα]]<br /><b class="num">1.</b> in or of the [[country]], Hdt., [[attic]]<br /><b class="num">2.</b> as | |mdlsjtxt=ἐγ-χώριος, ον [[χώρα]]<br /><b class="num">1.</b> in or of the [[country]], Hdt., [[attic]]<br /><b class="num">2.</b> as [[substantive]] a [[dweller]] in the [[land]], [[inhabitant]], Soph., Eur.<br /><b class="num">3.</b> τὸ ἐγχώριον as adv. according to the [[custom]] of the [[country]], Thuc. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[native]], [[living in a country]], [[opposed to foreign]] | |woodrun=[[native]], [[living in a country]], [[opposed to foreign]] | ||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 August 2021
English (LSJ)
ον, also η or α, ον Hdt.6.35, Pi.O.5.11: (χώρα):—A in or of the country, ἐσθὴς ἐγχωρίη Hdt. l.c.; ἐγχωρία λίμνα Pi. l.c.; βασιλῆες ib.9.56; ἐ. θεοί A.Th.14, S.Tr.183, Sammelb.5680 (iii B. C.); θεοὶ καὶ ἥρωες Th. 2.74; Ἑλληνικοῖς καὶ ἐ. γράμμασι OGI194.30 (i B. C.); κάρτα δ' ἔστ' ἐ. a true-born Theban, A.Th.413; ἐ. [πυροί], opp. ἐπείσακτοι, Arist.Mir. 836b22; of winds, local, Thphr.CP5.12.11. 2 Subst., dweller in the land, ἐ. τῆσδε γῆς inhabitants, S.OC871, cf. E.Ion1167; οἱ ἐ. Arist.PA673a18, Wilcken Chr.1.2 (iii B. C.), etc. 3 τὸ ἐ. as Adv., according to the custom of the country, Th.4.78. Adv. -ίως Sch.E. Ph.134. II of or for the country, rustic, Hes.Op.344 (v.l. ἐγκώμιον). III ἐγχώριον· τόκος, δάνειον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 714] (auch ἐγχωρίη, ἐσθής Her. 6, 35, λίμνη Pind. Ol. 5, 11), 1) inländisch, einheimisch, vaterländisch; βασιλῆες Pind. Ol. 9, 60; ἥρωες Thuc. 2, 74; neben πατρῷος 4, 71; θεοί Soph. Tr. 182, vgl. El. 67; Einwohner, τῆσδε γῆς Soph. O. C. 875; Eur. Ion 1167; nach B. A. 187. 259 von ἐπιχώριος unterschieden, der im Lande ist. – 2) auf dem Lande, ländlich, Hes. O. 342, v. l. für ἐγκώμιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχώριος: -ον, ὡσαύτως η ἢ α, ον, Ἡρόδ. 6. 35, Πινδ. Ο. 5. 25 (χώρα): - ὁ ἐν τῇ χώρᾳ, ὁ ἐκ τῆς χώρας, ἐγχώριος, ἐντόπιος, ἐσθὴς ἐγχωρίη Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐγχωρία λίμνα Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐγχ. θεοί, δαίμονες, ἥρωες Αἰσχύλ. Θήβ. 14, Ἀγ. 810, Σοφ. Τρ. 183, Θουκ. 2. 74· κάρτα δ’ ἔστ’ ἐγχ., ἀληθῶς γνήσιος Θηβαῖος, Αἰσχύλ. Θήβ. 413· ἐγχ. πυροί, ἀντίθετον τῷ ἐπείσακτοι, Ἀριστ. π. Θαυμ. 82· ἐπὶ ἀνέμων, ἐπιχωριάζων, ἐπικρατῶν ἐν τῷ τόπῳ, Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 12, 11. 2) ὡς οὐσιαστ., κάτοικος, ἔνοικος, ἐγχ. τῆσδε γῆς Σοφ. Ο. Κ. 871, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1167· οἱ ἐγχ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 10, 10· 3) τὸ ἐγχώριον ὡς ἐπίρρ., κατὰ τὴν συνήθειαν τοῦ τόπου, Θουκ. 4. 78. ΙΙ. ἀνήκων εἰς τὴν χώραν ἢ ἐκ τῆς χώρας, ἀγροτικός, δι. γρ. ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 342.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
1 qui réside dans le pays, qui est du pays, national, indigène : ἐγχώριος γῆς SOPH habitant d’un pays;
2 propre aux habitants d’un pays, national.
Étymologie: ἐν, χώρα.
English (Slater)
ἐγχώριος
1 in, of a country ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ἐγχωρίαν τε λίμναν of the city Kamarina (O. 5.11) χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι ἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί of Opuntian Lokris (O. 9.56) pro subs., ]εφθέγξαντο δ' γχῴριᾰι [ἀγ]λαὸς ἃς ἀν ἑρκε[ ?the women of Delos (Pae. 12.19)
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [-ος, -α, -ον Pi.O.5.11, A.Supp.280]
I 1de pers. natural del país, nativo, indígena Λιβυστικαῖς γὰρ μᾶλλον ἐμφερέστεραι γυναιξίν ἐστε κοὐδαμῶς ἐγχωρίαις A.l.c., βασιλῆες Pi.O.9.56, οἱ ἐγχώριοι ἱππεῖς la caballería de los nativos Plb.5.65.5, πλῆθος op. ξενικός X.Eph.1.2.3, τὰς ἀρίστας οὐ μόνον τῶν ἐγχωρίων ἀλλὰ καὶ τῶν ἀπ' Ἰωνίας Sch.Sapph.261A.1.10S.
•subst. οἱ ἐγχώριοι los naturales del país, la gente del lugar, los indígenas A.Supp.600, Arist.PA 673a18, Plb.2.16.12, 3.6.2, CRIA 167.12 (Apolonia II a.C.), Hld.3.4.8, Gal.6.514, Plu.Thes.20, Eus.PE 10.8.9
•c. gen. naturales, habitantes τῆσδε γῆς ἐγχώριοι S.OC 871
•residente, asentado ref. aldeanos asentados en territorio de propiedad ajena Κιμελιαεῖς ἐγχώριοι ἐπὶ ἱερᾷ χώρᾳ SEG 38.1308 (Dorileo II/III d.C.), Ἀεζηνοὶ ἐνχώριοι MAMA 5.208, cf. 218, IPhrygie 3.19 (todas Frigia, imper.).
2 de dioses y héroes del país, local, patrio θεοὶ ἐγχώριοι A.Th.14, cf. A.1645, S.Tr.183, Ar.Eq.577, δαίμονες A.Supp.482, Str.15.1.69, ὦ πατρῴα γῆ θεοί τ' ἐγχώριοι S.El.67, θεοὶ καὶ ἥρωες οἱ ἐγχώριοι Th.2.74, cf. Pl.Lg.740a, Din.64.2, τὴν Εἶσιν καὶ τὸν Σάραπιν καὶ τοὺς ἄλλους ἐγχωρίους θεοὺς πάντας SB 5680.6 (III a.C.), πρὸς θεῶν ξένων καὶ ἐγχωρίων Ach.Tat.2.30.1.
3 de usos y costumbres propio o característico del país, local, indígena ἐσθῆτα ἔχοντας οὐκ ἐγχωρίην Hdt.6.35, νόμοι Men.Mon.372, ὠνὴ ἐ. PTor.Choachiti 9.14 (II a.C.), τὸ δὲ ψήφισμα τοῦτο ἀναγράψαι ... τοῖς τε ἱεροῖς καὶ ἐγχωρίοις καὶ ἑλληνικοῖς γράμμασιν OGI 90.54 (Roseta II a.C.), cf. SEG 24.1217.30 (Tebas I a.C.), τοῖς ἐγχωρίοις ἔθεσιν ἀκολουθοῦντες ἔν τε ἐσθῆτι καὶ διαίτῃ Ep.Diog.5.4, φωνή Basil.Spir.29.74
•subst. τὰ ἐγχώρια las tradiciones del país, las costumbres locales Paus.1.1.4, Artem.1.8, πεπαιδευμένος τὰ ἐ. Philostr.VS 618
•neutr. como adv. τὸ ἐγχώριον según la costumbre local δυναστείᾳ μᾶλλον ἢ ἰσονομίᾳ ἐχρῶντο τὸ ἐ. οἱ Θεσσαλοί Th.4.78.
4 de productos agrícolas y ganado (originario) del país, local, de la región πυρός op. ἐπείσακτος ‘importado’, Arist.Mir.836b22, βοσκήματα Thphr.HP 9.20.3, ξύλινος δόμος ἐ. I.AI 11.100, cf. LXX 1Es.6.24, οἶνος OStras.615.2 (II d.C.), Steph.in Hp.Aph.3.24.37, cf. IG 12.Suppl.p.13 (Lesbos II d.C.)
•tb. de accidentes geog. y fenómenos meteorológicos τὰ ἐγχώρια ῥεύματα ... τῶν ποταμῶν Hdt.2.24, λίμνα Pi.l.c., de vientos, Thphr.CP 5.12.11.
5 ref. a lugares en el cuerpo que está localizado en, local ἡ ἐ. θερμασία en la matriz, Steph.in Hp.Aph.3.134.15.
6 dud. terrestre, sobre la tierra prob. ref. bienes que sirven como garantía en préstamos, Hsch., cf. ἔγγειος II 2.
II adv. -ίως según el uso o la costumbre local Καππαδόκαι δὲ οὕτω λέγομεν ἐ. Basil.Spir.29.74.51, τὸ τούτου σῶμα βασιλικῶς θάψαι καὶ ἐ. Ps.Callisth.2.21.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐγχώριος, -ον)
1. (για προϊόντα) αυτός που παράγεται στη χώρα, εντόπιος
2. ως ουσ. μόνιμος κάτοικος ενός τόπου
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τη χώρα («ἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί», Πίνδ.)
2. τοπικός
3. αγροτικός
4. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἐγχώριον
κατά τη συνήθεια τών ντόπιων
5. (κατά τον Ησύχ.) «τόκος, δάνειον».
Greek Monotonic
ἐγχώριος: -ον και -α, -ον (χώρα)·
1. αυτός που είναι ή προέρχεται από τη χώρα, σε Ηρόδ., Αττ.
2. ως ουσ., ο κάτοικος μιας χώρας, σε Σοφ., Ευρ.
3. τὸ ἐγχώριον ως επίρρ., σύμφωνα με τη συνήθεια του τόπου, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγχώριος: II ὁ местный житель, туземец Soph., Eur., Arst.
2, Pind., Her. 3 местный, туземный (λίμνη Pind.; θεοί Soph.; ἐσθής Her.; ἥρωες Thuc.; πυροί Arst.); ἐ. πόλεμος Plut. война на собственной территории.
Middle Liddell
ἐγ-χώριος, ον χώρα
1. in or of the country, Hdt., attic
2. as substantive a dweller in the land, inhabitant, Soph., Eur.
3. τὸ ἐγχώριον as adv. according to the custom of the country, Thuc.