Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυανοχαίτης: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
m (Text replacement - "perh." to "perhaps")
m (Text replacement - " usu. " to " usually ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyanochaitis
|Transliteration C=kyanochaitis
|Beta Code=kuanoxai/ths
|Beta Code=kuanoxai/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dark-haired]], in Hom. usu. of Poseidon, perhaps in reference to the [[dark blue]] of the sea, <span class="bibl">Il.20.144</span>, <span class="bibl">Od.9.536</span>, cf. <span class="bibl">Hes. <span class="title">Th.</span>278</span>; [[Ἀρείων]] Thebais <span class="bibl">4</span>; of a horse, [[dark-maned]], <span class="bibl">Il.20.224</span>, <span class="bibl">Hes. <span class="title">Sc.</span>120</span>: voc. κυανοχαῖτα <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>347</span>:—also nom. κυανοχαῖτα <span class="bibl">Il.13.563</span>, <span class="bibl">14.390</span>; treated as indeclin. and joined with dat., κυανοχαῖτα Ποσειδάωνι <span class="bibl">Antim.27</span>. [ῡ, metri gr.]</span>
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dark-haired]], in Hom. usually of Poseidon, perhaps in reference to the [[dark blue]] of the sea, <span class="bibl">Il.20.144</span>, <span class="bibl">Od.9.536</span>, cf. <span class="bibl">Hes. <span class="title">Th.</span>278</span>; [[Ἀρείων]] Thebais <span class="bibl">4</span>; of a horse, [[dark-maned]], <span class="bibl">Il.20.224</span>, <span class="bibl">Hes. <span class="title">Sc.</span>120</span>: voc. κυανοχαῖτα <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>347</span>:—also nom. κυανοχαῖτα <span class="bibl">Il.13.563</span>, <span class="bibl">14.390</span>; treated as indeclin. and joined with dat., κυανοχαῖτα Ποσειδάωνι <span class="bibl">Antim.27</span>. [ῡ, metri gr.]</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:08, 31 October 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυᾰνοχαίτης Medium diacritics: κυανοχαίτης Low diacritics: κυανοχαίτης Capitals: ΚΥΑΝΟΧΑΙΤΗΣ
Transliteration A: kyanochaítēs Transliteration B: kyanochaitēs Transliteration C: kyanochaitis Beta Code: kuanoxai/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A dark-haired, in Hom. usually of Poseidon, perhaps in reference to the dark blue of the sea, Il.20.144, Od.9.536, cf. Hes. Th.278; Ἀρείων Thebais 4; of a horse, dark-maned, Il.20.224, Hes. Sc.120: voc. κυανοχαῖτα h.Cer.347:—also nom. κυανοχαῖτα Il.13.563, 14.390; treated as indeclin. and joined with dat., κυανοχαῖτα Ποσειδάωνι Antim.27. [ῡ, metri gr.]

German (Pape)

[Seite 1522] ὁ, auch κυανοχαῖτα, Il. 13, 563. 14, 390 (dat. soll diese Form bei Antim. sein, s. Lob. parall. 184), der dunkel-, schwarzgel ock te; gew. Beiname des Poseidon, der auch ohne weiteren Zusatz Κυανοχαίτης heißt, Il. 20, 144 Od. 9, 536; Hes. Th. 278; – aber Il. 20, 224 vom Pferde, das schwarzgemähnte, wie Hes. Sc. 120; – H. h. Cer. 348 vom Hades.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνοχαίτης: -ου, ὁ, ἔχων μέλαιναν κόμην, παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθ. τοῦ Ποσειδῶνος, ἴσως ἐν σχέσει πρὸς τὸ βαθὺ κυανοῦν χρῶμα τῆς θαλάσσης, Ἰλ. Υ. 144, Ὀδ. Ι. 536, καλεῖται καὶ ἁπλῶς Κυανοχαίτης, πρβλ. Ἡσ. Θ. 278· ἐπὶ ἵππου, ὁ ἔχων μέλαιναν χαίτην, Ἰλ. Κ. 224, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 120. ― Κλητ. κυανοχαῖτα, ἐν Ὁμ. Ὕμ. εἰς Δήμ. 348, ἐπὶ τοῦ ᾍδου πρβλ. μελαγχαίτας. Ὀνομαστική τις κυανοχαῖτα (ὡς τὸ ἱππότα ἀντὶ ἱππότης, κτλ.) χάριν τοῦ μέτρου ἐν Ἰλ. Ν. 563., Ξ. 390, ὅπερ ὁ Ἀντίμαχ. ἐθεώρει ὡς ἄκλιτ., συνάπτων αὐτὸ μετὰ δοτ., κυανοχαῖτα Ποσειδάωνι, Χοιροβ. ἐν Θεοδ. 124. 21, πρβλ. Λοβ. Παραλ. σ. 184. ῡ, χάριν τοῦ μέτρου.

French (Bailly abrégé)

ου;
voc. κυανοχαῖτα;
adj. m.
à la chevelure ou à la crinière noire.
Étymologie: κύανος, χαίτη.

Greek Monolingual

κυανοχαίτης, -ου, επικ. τ. και κυανοχαῑτα (Α)
1. (συν. ως επίθ. του Ποσειδώνος) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά («ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο κυανοχαίτης τεῑχος ἐς ἀμφίχυτον Ἡρακλῆος θείοιο», Ομ. Ιλ.)
2. (για ίππο) αυτός που έχει μαύρη χαίτη
3. ως κύριο όν. Κυανοχαίτης
ο Ποσειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + χαίτη (πρβλ. βοτρυο-χαίτης, κισσο-χαίτης. Ο τ. κυανοχαῖτα < κυαν(ο)- + χαῖτα, κλητική του -χαίτης, που έχει χρήση ονομαστικής (πρβλ. χρυσο-χαίτα)].

Greek Monotonic

κυᾰνοχαίτης: -ου, ὁ (χαίτη), αυτός που έχει σκουρόχρωμα μαλλιά, λέγεται για τον Ποσειδώνα, πιθ. σε συσχέτιση προς το βαθύ μπλε της θάλασσας, σε Όμηρ.· λέγεται για άλογο, με σκουρόχρωμη χαίτη, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· Επικ. ονομ. κυανοχαῖτα (όπως το ἱππότα αντί ἱππότης), σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στην κλητ., σε Ομηρ. Ύμν. ( χάριν μέτρου).

Russian (Dvoretsky)

κῡᾰνοχαίτης: ου (ῡ!) adj. m темнокудрый (Ποσειδάων Hom.; Ἀΐδης HH).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυανοχαίτης -ου [κύανος, χαίτη] nom. en voc. ook κυανοχαῖτα, met donker haar;; ἵππος κυανοχαίτης paard met donkere manen Il. 20.224; ook epithet van Poseidon.

Middle Liddell

κυᾰνο-χαίτης, ου, χαίτη
dark-haired, of Poseidon, perhaps in reference to the dark blue of the sea, Hom.; of a horse, dark-maned, Il., Hes.:—epic nom. κυανοχαῖτα (like ἱππότα for ἱππότησ), Il.; so in voc., Hhymn. [ῡ, metri grat.]