ὁλμίσκος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=olmiskos | |Transliteration C=olmiskos | ||
|Beta Code=o(lmi/skos | |Beta Code=o(lmi/skos | ||
|Definition=ὁ, Dim. of < | |Definition=ὁ, Dim. of<br><span class="bld">A</span> [[ὅλμος]] ''ΙΙ'', [[socket]] of the [[hinge]] of a [[door]], S.E.M.10.54, PLond.3.1177.232 (ii A. D.).<br><span class="bld">2</span> [[tooth-socket]], Ruf.Onom.55; the [[hollow]]s of the [[molar]] [[teeth]], Poll.2.93(pl.).<br><span class="bld">3</span> [[frustum]] of a [[cone]], POxy.470r.35. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:57, 3 November 2021
English (LSJ)
ὁ, Dim. of
A ὅλμος ΙΙ, socket of the hinge of a door, S.E.M.10.54, PLond.3.1177.232 (ii A. D.).
2 tooth-socket, Ruf.Onom.55; the hollows of the molar teeth, Poll.2.93(pl.).
3 frustum of a cone, POxy.470r.35.
German (Pape)
[Seite 324] ὁ, dim. von ὅλμος, kleiner Mörser; bei Sext. Emp. adv. phys. 2, 54 der Angelhaken an der Thür; Poll. 2, 93 erkl. αἱ τῶν μύλων κοιλότητες, s. ὅλμος.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλμίσκος: ὁ, ὑποκοριστ. τοῦ ὅλμος ΙΙ, μικρὸν ἰγδίον, Πολυδ. Β΄, 93. 2) τὸ κοῖλον σιδήριον εἰς ὃ εἰσέρχεται ὁ στρόφιγξ τῆς ἀνοιγόμενης καὶ κλειομένης θύρας, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 54.
Greek Monolingual
ο (Α ὁλμίσκος) όλμος
νεοελλ.
μικρός όλμος
αρχ.
1. η κοίλη σιδερένια υποδοχή στην οποία εισέρχεται η στρόφιγγα της θύρας προκειμένου να ανοίξει ή να κλείσει («ἐπὶ τῆς κλεισμένης ἢ ἀνοιγομένης θύρας ὁ μὲν κατὰ τοῦ ὁλμίσκου βεβηκὼς στροφεὺς τῷ αὐτῷ ἐν στρέφεται τόπῳ», Σέξτ. Εμπ.)
2. φατνίο δοντιού
3. τεμάχιο κώνου
4. μικρό γουδί.
Russian (Dvoretsky)
ὁλμίσκος: ὁ [demin. к ὅλμος дверной крюк (на который надевается дверная петля) Sext.