σκιατροφέω: Difference between revisions
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skiatrofeo | |Transliteration C=skiatrofeo | ||
|Beta Code=skiatrofe/w | |Beta Code=skiatrofe/w | ||
|Definition=Ion. σκῐητροφέω; Att.also σκιᾱτρᾰφέω (v. infr.): (σκιά, τρέφω):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[rear in the shade]] or [[within doors]], i.e. [[bring up tenderly]], <b class="b3">σκιατροφοῦντες [τὰ σώματα</b>] <span class="bibl">Max.Tyr.28.3</span>:—Pass., <b class="b2">keep in the shade, shun heat and labour</b>, σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο <span class="bibl">Hdt.6.12</span>; μὴ σκιατραφούμενος <span class="title">Trag.Adesp.</span>546.8 (v.l. [[-τροφ-]]) ; καθῆσθαι καὶ σκιατραφεῖσθαι <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>4.2</span>, cf. Muson.<span class="title">Fr.</span>11p.59H. (<b class="b3">-τροφ-</b>, [[varia lectio|v.l.]] [[-τραφ-]]) <b class="b3">; ἐσκιατραφημένη</b> (v.l. [[-τροφ-]]) σωμάτων ἕξις Plu.2.8d; ὁπλίτας ἐσκιατροφημένους <span class="bibl">Max.Tyr.30.7</span>; of a plant, [[σκιατροφούμενος]] [[growing in the shade]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>2.7.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> intr. in Act., <b class="b2">wear a shade, cover one's head</b>, σκιητροφέουσι, . . τιάρας φορέοντες <span class="bibl">Hdt.3.12</span>: hence also, like Pass., <b class="b3">πλούσιος ἐσκιατροφηκώς</b> a rich [[effeminate]] man, opp. <b class="b3">πένης ἡλιωμένος</b> one who bears all the heat of the day, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>556d</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[ἐσκιοτροφημένα]] f.l. for [[ἐσκιαγραφημένα]] in Suid.</span> | |Definition=Ion. σκῐητροφέω; Att.also σκιᾱτρᾰφέω (v. infr.): (σκιά, τρέφω):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[rear in the shade]] or [[within doors]], i.e. [[bring up tenderly]], <b class="b3">σκιατροφοῦντες [τὰ σώματα</b>] <span class="bibl">Max.Tyr.28.3</span>:—Pass., <b class="b2">keep in the shade, shun heat and labour</b>, σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο <span class="bibl">Hdt.6.12</span>; μὴ σκιατραφούμενος <span class="title">Trag.Adesp.</span>546.8 (v.l. [[-τροφ-]]) ; καθῆσθαι καὶ σκιατραφεῖσθαι <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>4.2</span>, cf. Muson.<span class="title">Fr.</span>11p.59H. (<b class="b3">-τροφ-</b>, [[varia lectio|v.l.]] [[-τραφ-]]) <b class="b3">; ἐσκιατραφημένη</b> (v.l. [[-τροφ-]]) σωμάτων ἕξις Plu.2.8d; ὁπλίτας ἐσκιατροφημένους <span class="bibl">Max.Tyr.30.7</span>; of a plant, [[σκιατροφούμενος]] [[growing in the shade]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>2.7.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> intr. in Act., <b class="b2">wear a shade, cover one's head</b>, σκιητροφέουσι, . . τιάρας φορέοντες <span class="bibl">Hdt.3.12</span>: hence also, like Pass., <b class="b3">πλούσιος ἐσκιατροφηκώς</b> a rich [[effeminate]] man, opp. <b class="b3">πένης ἡλιωμένος</b> one who bears all the heat of the day, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>556d</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[ἐσκιοτροφημένα]] [[falsa lectio|f.l.]] for [[ἐσκιαγραφημένα]] in Suid.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:11, 11 January 2022
English (LSJ)
Ion. σκῐητροφέω; Att.also σκιᾱτρᾰφέω (v. infr.): (σκιά, τρέφω):—A rear in the shade or within doors, i.e. bring up tenderly, σκιατροφοῦντες [τὰ σώματα] Max.Tyr.28.3:—Pass., keep in the shade, shun heat and labour, σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο Hdt.6.12; μὴ σκιατραφούμενος Trag.Adesp.546.8 (v.l. -τροφ-) ; καθῆσθαι καὶ σκιατραφεῖσθαι X.Oec.4.2, cf. Muson.Fr.11p.59H. (-τροφ-, v.l. -τραφ-) ; ἐσκιατραφημένη (v.l. -τροφ-) σωμάτων ἕξις Plu.2.8d; ὁπλίτας ἐσκιατροφημένους Max.Tyr.30.7; of a plant, σκιατροφούμενος growing in the shade, Thphr.CP2.7.4. II intr. in Act., wear a shade, cover one's head, σκιητροφέουσι, . . τιάρας φορέοντες Hdt.3.12: hence also, like Pass., πλούσιος ἐσκιατροφηκώς a rich effeminate man, opp. πένης ἡλιωμένος one who bears all the heat of the day, Pl.R.556d. III ἐσκιοτροφημένα f.l. for ἐσκιαγραφημένα in Suid.
German (Pape)
[Seite 898] ionisch σκιητροφέω, intrans., im Schatten erzogen werden, aufwachsen, d. i. im Hause, in der Stube, hinterm Ofen, bei sitzender Lebensart aufwachsen; dah. weichlich, ohne gehörige Abhärtung erzogen werden, eine weichliche Lebensart führen, Her. 3, 12, der eben so auch das pass. braucht, σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο, 6, 12, sie lebten weichlich im Schatten; hier wie bei Plat. Rep. VIII, 556 d, πλουσίῳ ἐσκιατροφηκότι, ist v.l. σκιατραφέω, wie auch Xen. Oec. 4, 2 καθῆσθαι καὶ σκιατραφεῖσθαι sieht; Theophr. u. a. Sp. Vgl. Lob. Phryn. 578.
Greek (Liddell-Scott)
σκιᾱτροφέω: Ἰων. σκιητροφέω· παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως σκιᾱτρᾰφέω, ἴδε κατωτ. καὶ πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 578· (σκιά, τρέφω). Ἀνατρέφω ἐν τῇ σκιᾷ ἢ ἐντὸς τῆς οἰκίας, δηλ. ἀνατρέφω τρυφηλῶς, σκ. τὰ σώματα Μάξ. Τύρ. 28. 3. ― Παθ., μένω ἐν τῇ σκιᾷ συνεχῶς, ἀποφεύγω τὸν ἥλιον καὶ τὸν κόπον, σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο Ἡρόδ. 6. 12· μὴ σκιατραφούμενος Ποιητὴς παρὰ Στοβ. 520. 38· καθῆσθαι καὶ σκιατραφεῖσθαι Ξεν. Οἰκ. 4, 2· ἐσκιατραφημένη σωμάτων ἕξις Πλούτ. 2. 8D· ἐπὶ φυτῶν, φύομαι καὶ αὐξάνομαι ἐν τῇ σκιᾷ, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 7, 4. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., φορῶ καλύπτραν ἢ κουκοῦλαν, ἔχω τὴν κεφαλὴν κεκαλυμμένην, σκιητροφέουσι, ... τιάρας φορέοντες Ἡρόδ. 3. 12· ἐντεῦθεν καὶ ὡς τὸ παθητ., πλούσιος ἐσκιατροφηκώς, ἄνθρωπος πλούσιος καὶ ἐκτεθηλυμμένος, ἀντίθετον τῷ, πένης ἡλιωμένος, δηλ. πτωχὸς ἐκτεθειμένος ὅλην τὴν ἡμέραν εἰς τὸν ἥλιον, Πλάτ. Πόλ. 556D, πρβλ. Φαῖδρ. 23C, Pers. Sat. 4. 18, 33.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 tr. élever à l’ombre, càd à la maison, d’une manière trop sédentaire ou molle ; Pass. vivre mollement;
2 intr. vivre mollement.
Étymologie: σκιά, τροφή.
Greek Monotonic
σκῐᾱτροφέω: ή -τρᾰφέω, Ιων. σκιητροφέω, μέλ. -ήσω (τρέφω)·
I. ανατρέφω στη σκιά, δηλ. ανατρέφω κατ' οίκον, με τρυφή — Παθ., παραμένω συνεχώς στη σκιά, αποφεύγω τον ήλιο και τον μόχθο, διάγω καθιστική ζωή, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. αμτβ. στην Ενεργ., φορώ στο κεφάλι μου σκιάδιο (κασκέτο), καλύπτω το κεφάλι μου, σε Ηρόδ.· ἐσκιατροφηκώς, λέγεται για θηλυπρεπή άντρα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
σκιᾱτροφέω: ион. σκιητροφέω, атт. v.l. σκιᾱτρᾰφέω досл. держать или воспитывать в тени, перен. нежить, холить: σκιητροφέουσι (sc. τὰς κεφαλὰς) πίλους τιήρας φορέοντες Her. (египтяне) изнеживают себе головы, нося войлочные тиары; σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο Her. разбив палатки, они наслаждались тенью; πλούσιος ἐσκιατροφηκώς Plat. изнеженный богач; ἐσκιατροφημένη σωμάτων ἕξις Plut. физическая изнеженность.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκιατροφέω [σκιά, τρέφω] ook σκιατραφέω, Ion. σκιητροφέω in de schaduw opgroeien, in de schaduw leven ( overdr. voor een beschermd, lui leven leiden). πλούσιος ἐσκιατροφηκώς een rijke man die altijd een beschermd leventje had geleid Plat. Resp. 556d. in de schaduw houden:; σκιητροφέουσι ( τὰς κεφαλάς ) (de Perzen) houden ze (hun hoofden) in de schaduw Hdt. 3.12.4; med.. ἐσκιητροφέοντο ze hielden zich in de schaduw op Hdt. 6.12.4.
Middle Liddell
σκιᾱτροφέω, τρέφω
I. to rear in the shade:—Pass. to keep in the shade, shun heat and labour, Hdt., Xen.
II. intr. in Act. to wear a shade, cover one's head, Hdt.; ἐσκιατροφηκώς, of an effeminate man, Plat.