δίθυρος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=δίθῠρος
|Full diacritics=δῐ́θῠρος
|Medium diacritics=δίθυρος
|Medium diacritics=δίθυρος
|Low diacritics=δίθυρος
|Low diacritics=δίθυρος

Revision as of 07:19, 29 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐ́θῠρος Medium diacritics: δίθυρος Low diacritics: δίθυρος Capitals: ΔΙΘΥΡΟΣ
Transliteration A: díthyros Transliteration B: dithyros Transliteration C: dithyros Beta Code: di/quros

English (LSJ)

[ῐ], ον, A with two doors or with two entrances, νεώς, ἄντρον, Plu.Num. 20, Porph.Antr.3; bivalve, of shellfish, Arist.HA528a12; of the mouth, Corn.ND30, etc.; of two leaves, δίθυρον γραμματείδιον = a diptych, Men.327, cf. Lib.Or.51.11, Ep.1021.1; of seeds, which split in germinating, Arist.Juv.468b19, Thphr.HP8.2.2; δίθυρον, τό, door with two leaves, Annales du Service 19.63,64 (ii B. C.), BGU1028.9 (ii A. D.). II τὰ δίθυρα = seat of honour, = Lat. tribunal, Plb.27.1.6.

German (Pape)

[Seite 624] mit zwei Thüren; νεώς, Janustempel, Plut. Num. 20; vgl. Man. 5, 319; τὰ δίθυρα, Loge mit zwei Thüren, podium, Pol. 27, 1, 6; – mit zwei Schaalen, Klappen, Arist. H. A. 4, 4; gen. anim. 3, 2. – Nach VLL. ist att. γραμματεῖον δίθυρον = δίπτυχον; vgl. Luc Ner. 9.

Greek (Liddell-Scott)

δίθῠρος: -ον, δύο ἔχων θύρας, Πλούτ. Νουμ. 20· ― ἐπὶ ὀστρακοδέρμων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 4, 3, κτλ.·― δύο ἔχων φύλλα, δ. γραμματείδιον, δίπτυχον, Μένανδ. Μισογ. 7, πρβλ. Λιβάν. Ἐπ. 911 καὶ ἴδε πολύθυρος·― ἐπὶ σπόρων, οἵτινες διασχίζονται κατὰ τὴν γονιμοποίησιν, καὶ διμερής, Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 2, 2. ΙΙ. τὰ δ. ἐν Πολυβ. 27. 1, 6, φαίνεται ὅτι ἦσαν θρόνοςἕδρα τιμῆς, τὸ τοῦ Λιβίου tribunal, Schweigh. ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à deux portes;
2 fig. à double feuille (écrit).
Étymologie: δίς, θύρα.

Spanish (DGE)

(δίθῠρος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
I 1de dos puertas κιβοτός IG 13.421.200 (V a.C.), νεώς Plu.Num.20, τὸ ἄντρον Porph.Antr.3, Procl.Chr.42
neutr. subst. τὸ δίθυρον = puerta doble e.d. puerta con dos batientes gener. en edificios monumentales IFayoum 103.4, 104.3 (ambas II a.C.), BGU 1028.9 (II d.C.), cf. Man.5.319
plu. τὰ δίθυρα = construcción con dos puertas Plb.27.1.6.
2 de dos hojas δύο θυρίδας χαλκᾶς διθύρους ID 1403Bb.1.47 (II a.C.), αἱ δίθυροι πύλαι glos. a κλισιάδες Moer.209.
3 de dos tablas, de dos hojas dicho de soportes de escritura γραμματείδιον ... δίθυρον = díptico Men.Fr.278, Poll.4.18, 10.57, γραμ]ματεῖον Ant.Diog.Fr.Pap.p.150, cf. Lib.Or.51.11, Ep.1021, δέλτοι ... δίθυροι Luc.Ner.9, σανίδιον ... δίθυρον D.C.67.15.3.
II anat.
1 bivalvo de moluscos (τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων) Arist.HA 528a12, cf. PA 679b16, 683b11, 14, Fr.304.
2 bot. dicotiledóneo (τὰ φυτά) Arist.Iuu.468b19, τὰ ... χεδροπά Thphr.CP 4.7.5, cf. HP 8.2.2
neutr. subst. c. valor colect. τὸ δίθυρον = los dos cotiledones ᾗ ... συνῆπται τὸ δ. τῶν κυαμῶν Arist.GA 752a22.
III subst. τὸ δίθυρον abstr. doble aperturaΔιόνυσος ἐκλήθη ... ὡς τὸ δίθυρον τοῦ στόματος ἀναφαίνων Corn.ND 30.

Greek Monolingual

-ον (AM δίθυρος, -ον)
1. αυτός που έχει δύο θύρες, εισόδους
2. το ουδ. ως ουσ. α) ελασματοβράγχια μαλάκια με δύο βαλβίδες
β) (για φυτά και καρπούς) αυτός που έχει δύο φλοιούς, δίφλουδος
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δίθυρο(ν)
η δίφυλλη πόρτα
μσν.
(για μεταλλικές ή ξύλινες εικόνες) αυτή που διπλώνει στα δύο, δίπτυχο
αρχ.
1. (για φύλλο χαρτιού) ο διπλωμένος στα δύο
2. για σπόρους που διασχίζονται κατά τη γονιμοποίηση
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δίθυρα
θρόνος, τιμητικό θεωρείο με χώρο μπροστά στα πόδια που φράζεται από δίφυλλη πόρτα.

Greek Monotonic

δίθῠρος: -ον (θύρα), αυτός που έχει δύο πόρτες, δίπορτος, σε Πλούτ.· αυτός που αποτελείται από δύο φύλλα, δίπτυχος· λέγεται για πλακίδια, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δίθῠρος:
1) имеющий двое ворот, двухвратный (νεώς Plut.): τὰ δίθυρα Polyb. трибунал (в Риме);
2) двустворчатый (γένος τῶν ὀστρακοδέρμων Arst.);
3) двудольный (σπέρματα Arst.);
4) состоящий из двух табличек (δέλτοι Luc.).

Middle Liddell

δί-θῠρος, ον adj θύρα
with two doors, Plut.: with two leaves, of tablets, Luc.