ὑπερόριος: Difference between revisions
ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπερόριος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, και ποιητ. ιων. τ. [[ὑπερούριος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή τελείται [[πέρα]] από τα όρια ενός κράτους<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[υπερορία]]<br />α) η [[πέρα]] από τα όρια ενός κράτους [[χώρα]], η [[ξενιτιά]] (α. «έζησε [[χρόνια]] ολόκληρα στην [[υπερορία]]» β. «εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖν», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) αναγκαστική [[απομάκρυνση]] ενός προσώπου έξω ή [[πέρα]] από τα όρια μιας επικράτειας, [[εξορία]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[φήμη]]) ο [[ευρέως]] διαδεδομένος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρὀσ.) αυτός που κατοικεί [[μακριά]] από τα [[σύνορα]] της πατρίδας του, ξενιτεμένος<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[εξόριστος]]<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που στερείται [[κάτι]] ή αυτός που δεν συμμετέχει σε [[κάτι]], [[αμέτοχος]] («γραφὴ [[ὑπερόριος]] τῆς φύσεως», Πρόκ.<br />β. «δυσχερὴς | |mltxt=-α, -ο / [[ὑπερόριος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, και ποιητ. ιων. τ. [[ὑπερούριος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή τελείται [[πέρα]] από τα όρια ενός κράτους<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[υπερορία]]<br />α) η [[πέρα]] από τα όρια ενός κράτους [[χώρα]], η [[ξενιτιά]] (α. «έζησε [[χρόνια]] ολόκληρα στην [[υπερορία]]» β. «εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖν», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) αναγκαστική [[απομάκρυνση]] ενός προσώπου έξω ή [[πέρα]] από τα όρια μιας επικράτειας, [[εξορία]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[φήμη]]) ο [[ευρέως]] διαδεδομένος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρὀσ.) αυτός που κατοικεί [[μακριά]] από τα [[σύνορα]] της πατρίδας του, ξενιτεμένος<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[εξόριστος]]<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που στερείται [[κάτι]] ή αυτός που δεν συμμετέχει σε [[κάτι]], [[αμέτοχος]] («γραφὴ [[ὑπερόριος]] τῆς φύσεως», Πρόκ.<br />β. «δυσχερὴς ἀκοῦσαι καὶ τοῦ ἡδέος [[ὑπερόριος]]», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασυνήθιστος]] («τὴν ὑπερόριον λαλιὰν ἀγαπῶντες ἐν τοῖς οἰκείοις πράγμασιν», Αισχίν.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑπερόρια</i><br />α) οι ξένες υποθέσεις («τὰ κατὰ πόλιν καὶ τὰ ἔνδημα καὶ τὰ ὐπερόρια συνεχῶς ἦρχον», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) οι τόποι που βρίσκονται έξω ή [[μακριά]] από τα [[σύνορα]] μιας χώρας («διὰ τὴν κτῆσιν τὴν ἐν τοῖς ὑπερορίοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερορίως</i> Μ<br />[[πέρα]], [[μακριά]] από τα [[σύνορα]] μιας χώρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οριος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅρος]] [Ι] «όριο, [[σύνορο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μεθ</i>-<i>όριος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:45, 13 June 2022
English (LSJ)
ον, also α, ον (v. infr.), poet. ὑπερορ-ούριος Theoc. (v. infr.): (ὅρος):—A over the boundaries, abroad, D.46.7; ῥιψάτω ὑπερούριον Theoc.24.95, cf. Anon. ap. Suid.; ὑ. ἀσχολία occupation in foreign parts, abroad, Th.8.72; ὑ. ἀρχή, opp. ἔνδημος, Lexap.Aeschin.1.19; δικαστήρια, opp. ἐπιχώρια, PMonac. 14.83 (vi A.D.); τὰ ὑ. foreign affairs, opp. τὰ κατὰ πόλιν and τὰ ἔνδημα, Arist.Pol.1285b14. 2 ἡ ὑπερορία (sc. γῆ) the country beyond one's own frontiers, foreign land, IG12.56.7, And.3.36, Lys.31.9, Pl.Phdr.230d; also εἰς τὰν ὑπερόριον στρατεύεσθαι Foed.Delph.Pell. 2 B 22; opp. τὰ ἔνδημα, X.An.7.1.27; ἐκ τῆς ὑ. ἀνακαλεῖσθαι, i. e. from the land where he had been in exile, Plu.2.508a; hence, actually, banishment, φόνοις καὶ ὑπερορίαις D.C.67.3; τὰ ὑ. (sc. χωρία) X.Ath. 1.19, Smp.4.31. II foreign to the purpose, outlandish, alien, λαλιά Aeschin.2.49; ἀρχαὶ ἐνυπνίων ὑπερόριαι ἢ τοῖς χρόνοις ἢ τοῖς τόποις ἢ τοῖς μεγέθεσιν Arist.Div.Somn.464a1, cf. Aristid.1.128 J.; τὸ τῶν ἀέρων ἄηθες καὶ ὑ. Anon. ap. Suid. III c. gen., ὑ. τοῦ νομοῦ beyond the boundaries of the nome, PPetr.2p.16 (iii B.C.): metaph., λιμὸς . . βρώσεις ὑποβάλλων . . τῆς φύσεως ὑπερορίους Procop.Goth.3.17: abs., ἰσχναίνειν καὶ γυμνάζειν τὸ σῶμα, . . ποιεῖν δὲ ὡς μὴ ὑπερόριοι ἀπέλθωμεν go over the mark, Pall. in Hp.2.77D.
German (Pape)
[Seite 1200] über die Gränze, jenseit der Gränze, ausländisch, fremd; bes. ἡ ὑπερορία, sc. γῆ, das Ausland, die Fremde, Plat. ἐκ τοῦ ἄστεος οὔτ' εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖς, Phaedr. 230 d, u. öfter; Andoc. 3, 36; Lys. 31, 8; Is. 4, 1; ἀρχή, im Ggstz von ἔνδημος, Aesch. 1, 20; vgl. Xen. An. 7, 1, 27; auch ἡ ὑπερόριος ἀσχολία, Thuc. 8, 72.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερόριος: -ον, καὶ α, ον (ἴδε κατωτ.), ποιητικ. -ούριος· (ὅρος)· - ὁ πέραν τῶν ὁρίων, κατοικῶν ἐν τῇ ξένῃ, Δημ. 1130 ἐν τέλει· ῥίπτειν ὑπερούριον Θεόκρ. 24. 93· ὑπ. ἀσχολία, ἀσχολία ἐν ξένοις τόποις, «εἰς τὰ ξένα», Θουκ. 8. 72· ὑπ. ἀρχή, ἀντίθετον τῷ ἔνδημος, Αἰσχίν. 3. 34· τὰ ὑπερόρια, ξέναι ὑποθέσεις, ἐργασίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ κατὰ πόλιν καὶ τὰ ἔνδημα, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 14, 12. 2) ἡ ὑπερορία (ἐξυπακ. γῆ), ἡ χώρα ἡ πέραν τῶν συνόρων, ξένη χώρα, ξένη γῆ, Ἀνδοκ. 28. 10, Λυσί. 187. 26, Πλάτ. Φαῖδρ. 230D· τοὐναντίον τὰ ἔνδημα, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 27· ἐκ τῆς ὑπ. ἀνακαλεῖσθαι, δηλ. ἐκ τῆς χώρας ἐν ᾗ διετέλει ἐξόριστος, Πλούτ. 2. 508Α· ἐντεῦθεν καὶ αὐτὸ τοῦτο ἐξορία, φόνοις καὶ ὑπερορίαις Δίων Κ. 67. 3· - οὕτω, τὰ ὑπερόρια (ἐξυπακ. χωρία) Ξεν. Ἀθην. 1. 19, Συμπ. 4. 31. ΙΙ. ξένος πρὸς τὸν σκοπόν, ἀλλότριος, ἀσυνήθης, λαλιά Αἰσχίνης 34. 29· ἀρχαὶ ἐνυπνίων ὑπερόριοι ἢ τοῖς χρόνοις ἢ τοῖς τόποις ἢ τοῖς μεγέθεσιν Ἀριστ. περὶ τῆς καθ’ Ὕμν. Μαντ. 2. 5· πρβλ. Ἀριστείδ. 1, σ. 128, Σουΐδ. ἐν λέξ. ΙΙΙ. μετὰ γεν., ἐξωρισμένος ἀπό τινος, ἐστερημένος τινός, ἀμέτοχος, τοῦ ἡδέος Φωτ. Βιβλιοθ. 55. 27, Προκόπ.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
1 qui est au delà des frontières, qui a lieu au dehors, étranger : πόλεμος ARSTT guerre au dehors ; ἀρχή ESCHN pourvoir qui s’exerce au dehors ; ἡ ὑπερορία (γῆ) le territoire situé hors des frontières, particul. hors de l’Attique ; τὰ ὑπερόρια (κτήματα) XÉN les possessions à l’étranger;
2 p. anal. qui est en dehors, qui est hors du sujet : λαλιὰ ὑπερόριος ESCHN bavardage en dehors du sujet.
Étymologie: ὑπέρ, ὅρος.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπερόριος, -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, και ποιητ. ιων. τ. ὑπερούριος, -ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται ή τελείται πέρα από τα όρια ενός κράτους
2. το θηλ. ως ουσ. η υπερορία
α) η πέρα από τα όρια ενός κράτους χώρα, η ξενιτιά (α. «έζησε χρόνια ολόκληρα στην υπερορία» β. «εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖν», Πλάτ.)
β) αναγκαστική απομάκρυνση ενός προσώπου έξω ή πέρα από τα όρια μιας επικράτειας, εξορία
μσν.
(για φήμη) ο ευρέως διαδεδομένος
μσν.-αρχ.
1. (για πρὀσ.) αυτός που κατοικεί μακριά από τα σύνορα της πατρίδας του, ξενιτεμένος
2. (κατ' επέκτ.) εξόριστος
3. (για πράγμ.) αυτός που στερείται κάτι ή αυτός που δεν συμμετέχει σε κάτι, αμέτοχος («γραφὴ ὑπερόριος τῆς φύσεως», Πρόκ.
β. «δυσχερὴς ἀκοῦσαι καὶ τοῦ ἡδέος ὑπερόριος», Φώτ.)
αρχ.
1. ασυνήθιστος («τὴν ὑπερόριον λαλιὰν ἀγαπῶντες ἐν τοῖς οἰκείοις πράγμασιν», Αισχίν.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑπερόρια
α) οι ξένες υποθέσεις («τὰ κατὰ πόλιν καὶ τὰ ἔνδημα καὶ τὰ ὐπερόρια συνεχῶς ἦρχον», Αριστοτ.)
β) οι τόποι που βρίσκονται έξω ή μακριά από τα σύνορα μιας χώρας («διὰ τὴν κτῆσιν τὴν ἐν τοῖς ὑπερορίοις», Ξεν.)
επίρρ...
ὑπερορίως Μ
πέρα, μακριά από τα σύνορα μιας χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -οριος (< ὅρος [Ι] «όριο, σύνορο»), πρβλ. μεθ-όριος].
Greek Monotonic
ὑπερόριος: -ον και -α, -ον, ποιητ. -ούριος· (ὅρος)·
I. 1. ο πέρα από τα όρια, σύνορα ή πλαίσια, κάτοικος σε ξένη γη, σε Δημ., Θεόκρ.· ὑπερορία ἀσχολία, απασχόληση, επάγγελμα σε ξένους τόπους, σε Θουκ.· τὰὑπερόρια, ξένες υποθέσεις, ζητήματα, θέματα, σε Αριστ.
2. ἡ ὑπερορία (ενν. γῆ), χώρα που βρίσκεται έξω από τα σύνορα της χώρας κάποιου, ξένη χώρα, ξένη γη, σε Πλάτ., Ξεν.
II. ξένος, άσχετος προς τον σκοπό, αλλότριος, ασυνήθιστος, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερόριος: ион. ὑπερούριος 2 и 3 ὅρος
1) заграничный, зарубежный, иностранный Arst. etc.: ἡ ὑ. ἀσχολία Thuc. иностранные дела, зарубежные интересы;
2) внешний, посторонний (λαλιά Aeschin.). - см. тж. ὑπερορία и ὑπερόρια.
Middle Liddell
ὑπερ-όριος, ον, ὅρος
I. over the boundaries or confines, living abroad, Dem., Theocr.; ὑπ. ἀσχολία occupation in foreign parts, Thuc.; τὰ ὑπ. foreign affairs, Arist.
2. ἡ ὑπερορία (sc. γῆ), the country beyond one's own frontiers, a foreign country, Plat., Xen.
II. foreign to the purpose, outlandish, out-of-the-way, Aeschin.