ἡδυγνώμων: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡδυγνώμων]], -ύγνωμον (Α)<br />αυτός που έχει ευχάριστη, καλή [[γνώμη]] («οὐχ [[ἡδυσώματος]]... ὁ Γανυμήδης, ἀλλ' [[ἡδυγνώμων]] ἐν | |mltxt=[[ἡδυγνώμων]], -ύγνωμον (Α)<br />αυτός που έχει ευχάριστη, καλή [[γνώμη]] («οὐχ [[ἡδυσώματος]]... ὁ Γανυμήδης, ἀλλ' [[ἡδυγνώμων]] ἐν θεοῖς τετίμηται», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γνωμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]]), [[πρβλ]]. [[διχογνώμων]], [[ευγνώμων]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:00, 18 June 2022
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (γνώμη) A of pleasant mind, opp. ἡδυσώματος, X.Smp.8.30.
German (Pape)
[Seite 1153] ον, angenehmes Geistes, Ggstz von ἡδυσώματος, Xen. Conv. 8, 30.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
à l’humeur (propr. à l’esprit) agréable.
Étymologie: ἡδύς, γνώμη.
Greek Monolingual
ἡδυγνώμων, -ύγνωμον (Α)
αυτός που έχει ευχάριστη, καλή γνώμη («οὐχ ἡδυσώματος... ὁ Γανυμήδης, ἀλλ' ἡδυγνώμων ἐν θεοῖς τετίμηται», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -γνωμων (< γνώμων), πρβλ. διχογνώμων, ευγνώμων.
Greek Monotonic
ἡδυγνώμων: -ον (γνώμη), αυτός που έχει ευχάριστη γνώμη, σκέψη, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἡδῠγνώμων: 2, gen. ονος с привлекательными душевными качествами (Γανυμήδης Xen.).