ἀτιμώρητος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[impune]], [[no castigado]] ὅκως ἀ. γένηται Hdt.2.100, cf. Th.6.6, Pl.<i>Lg</i>.730a, Isoc.11.39, D.19.86, Aeschin.3.121, Aen.Tact.16.9, LXX <i>Pr</i>.11.21, Ph.2.129, Polyaen.8.23.21, Luc.<i>VH</i> 2.44, D.C.45.33.2, Hld.1.14.1<br /><b class="num">•</b>c. gen. κακῶν ἁμαρτημάτων por sus malas acciones</i> Pl.<i>Lg</i>.959c.<br /><b class="num">2</b> [[no vengado]] de la pers. en un homicidio involuntario, Antipho 3.3.7, ἀτιμώρητον ἐᾶν θάνατον Aeschin.1.145, ref. a Patroclo ἵνα ὁ φίλος μὴ ἀ. γένοιτο Them.<i>Or</i>.22.266b.<br /><b class="num">II</b> [[indefenso]] ἐρῆμοι καὶ ἀτιμώρητοι Th.3.57.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[impunemente]] κολάζειν Pl.<i>Lg</i>.762d.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[impune]], [[no castigado]] ὅκως ἀ. γένηται Hdt.2.100, cf. Th.6.6, Pl.<i>Lg</i>.730a, Isoc.11.39, D.19.86, Aeschin.3.121, Aen.Tact.16.9, [[LXX]] <i>Pr</i>.11.21, Ph.2.129, Polyaen.8.23.21, Luc.<i>VH</i> 2.44, D.C.45.33.2, Hld.1.14.1<br /><b class="num">•</b>c. gen. κακῶν ἁμαρτημάτων por sus malas acciones</i> Pl.<i>Lg</i>.959c.<br /><b class="num">2</b> [[no vengado]] de la pers. en un homicidio involuntario, Antipho 3.3.7, ἀτιμώρητον ἐᾶν θάνατον Aeschin.1.145, ref. a Patroclo ἵνα ὁ φίλος μὴ ἀ. γένοιτο Them.<i>Or</i>.22.266b.<br /><b class="num">II</b> [[indefenso]] ἐρῆμοι καὶ ἀτιμώρητοι Th.3.57.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[impunemente]] κολάζειν Pl.<i>Lg</i>.762d.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 16:05, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτῑμώρητος Medium diacritics: ἀτιμώρητος Low diacritics: ατιμώρητος Capitals: ΑΤΙΜΩΡΗΤΟΣ
Transliteration A: atimṓrētos Transliteration B: atimōrētos Transliteration C: atimoritos Beta Code: a)timw/rhtos

English (LSJ)

ον, A unavenged, i.e., I unpunished, ἀ. γίγνεσθαι to escape punishment, Hdt.2.100, Th.6.6, etc.; ἀ. ἁμαρτημάτων unpunished for... Pl.Lg. 959c. Adv. ἀτῑμώρ-τως with impunity, ib.762d. II for whom no revenge has been taken, Antipho 3.3.7; ἀτιμώρητον ἐᾶν θάνατον Aeschin. 1.145. III undefended, unprotected, Th.3.57.

German (Pape)

[Seite 387] ungerächt, 1) an dem man keine Rache genommen hat, ungestraft, γίγνεσθαι, der Strafe entgehen, Her. 2, 100; Thuc. 6, 6; κακῶν ἁμαρτημάτων, für, Plat. Legg. XII, 959 e; ἀφιέναι τινὰ ἀτ. Dinarch. 1, 29. – 2) dem man keine Genugthuung verschafft hat, ohne Hülfe, Thuc. 3, 57; θάνατον ἀτιμώρητον ἐᾶσαι Aesoh. 1, 145.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτῑμώρητος: -ον, Ι. ὁ μὴ τιμωρούμενος, ὅκως ἀτιμώρητος γίγνηται, ὅπως διαφύγῃ τὴν τιμωρίαν, Ἡρόδ. 2. 100, Θουκ. 6. 6, κτλ.· ἀτ. ἀμαρτημάτων, μὴ τιμωρηθεὶς διὰ..., Πλάτ. Νόμ. 959C: - Ἐπίρρ. -τως = ἀτιμωρητεί, ἄνευ τιμωρίας, αὐτόθι 762D. ΙΙ. ὁ ἄνευ ἀντεκδικήσεως, ὁ διαφθαρείς ἀδικοῖτ᾽ ἄν ἀτιμώρητος γενόμενος Ἀντιφῶν 123. 18· ἐάσας ἀτιμώρητον τὸν τοῦ Πατρόκλου θάνατον Αἰσχίν. 20. 22. ΙΙΙ. ἀβοήθητος, ἀνυπεράσπιστος, Θουκ. 3. 57. - Πρβλ. Ruhnk Τίμ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. (τιμωρέω);
1 non vengé;
2 non secouru, non défendu;
II. (τιμωρέομαι) impuni.
Étymologie: ἀ, τιμωρέω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1impune, no castigado ὅκως ἀ. γένηται Hdt.2.100, cf. Th.6.6, Pl.Lg.730a, Isoc.11.39, D.19.86, Aeschin.3.121, Aen.Tact.16.9, LXX Pr.11.21, Ph.2.129, Polyaen.8.23.21, Luc.VH 2.44, D.C.45.33.2, Hld.1.14.1
c. gen. κακῶν ἁμαρτημάτων por sus malas acciones Pl.Lg.959c.
2 no vengado de la pers. en un homicidio involuntario, Antipho 3.3.7, ἀτιμώρητον ἐᾶν θάνατον Aeschin.1.145, ref. a Patroclo ἵνα ὁ φίλος μὴ ἀ. γένοιτο Them.Or.22.266b.
II indefenso ἐρῆμοι καὶ ἀτιμώρητοι Th.3.57.
III adv. -ως impunemente κολάζειν Pl.Lg.762d.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀτιμώρητος, -ον)
1. αυτός που δεν τιμωρήθηκε για κάποιο παράπτωμα
2. ο χωρίς εκδίκηση
νεοελλ.
αυτός που δεν υπόκειται σε τιμωρία, ο μη κολάσιμος
μσν.
ανώδυνος
αρχ.
αβοήθητος, ανυπεράσπιστος.

Greek Monotonic

ἀτῑμώρητος: -ον, ατιμώρητος, δηλ.
I. μη τιμωρημένος, ἀτιμώρητος γίγνεσθαι, να διαφύγει την τιμωρία, σε Ηρόδ., Θουκ.· επίρρ. -τως, με ατιμωρησία, σε Πλάτ.
II. αυτός για τον οποίο καμία εκδίκηση δεν έχει λάβει χώρα, ἀτιμώρητον ἐᾶν θάνατον, σε Αισχίν.
III. ανυπεράσπιστος, απροστάτευτος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀτῑμώρητος:
1) неотмщенный (θάνατος Aeschin.);
2) ненаказанный Her., Thuc., Luc.: ἀ. τινος Plat. не понесший кары за что-л.;
3) незащищенный, беззащитный (ἐρῆμος καὶ ἀ. Thuc.).

Middle Liddell


unavenged, i. e.,
I. unpunished, ἀτ. γίγνεσθαι to escape punishment, Hdt., Thuc.:— adv. -τως, with impunity, Plat.
II. for which no revenge has been taken, ἀτιμώρητον ἐᾶν θάνατον Aeschin.
III. undefended, unprotected, Thuc.

English (Woodhouse)

with impunity, with none to take one's part

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)