ἀθέσφατος: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
mNo edit summary |
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ἀ,") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />que les dieux mêmes ne sauraient exprimer, <i>càd</i> dont on ne peut dire la grandeur, la beauté : νὺξ [[ἀθέσφατος]] nuit sans fin ; [[ἀθέσφατος]] [[θέα]] EUR spectacle admirable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[θεός]], [[φημί]]. | |btext=ος, ον :<br />que les dieux mêmes ne sauraient exprimer, <i>càd</i> dont on ne peut dire la grandeur, la beauté : νὺξ [[ἀθέσφατος]] nuit sans fin ; [[ἀθέσφατος]] [[θέα]] EUR spectacle admirable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[θεός]], [[φημί]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 16:40, 14 August 2022
English (LSJ)
ον, A beyond even a god's power to express, unutterable: or not according to a god's utterance, unblessed, portentous, awful, ὄμβρος, θάλασσα, νύξ, Il.3.4, Od.7.273, 11.373; vast, ἀ. οἶνος, σῖτος, Od.11.61, 13.244; βόες 20.211; of great beauty, ὕμνος Hes.Op.662; φρὴν ἱερὴ καὶ ἀθέσφατος Emp.134.4.—Once in Trag., ἀθέσφατος θέα E.IA232 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀθέσφᾰτος: -ον, = ὁ ὑπερβαίνων καὶ θεοῦ δύναμιν εἰς τὸ νὰ παρασταθῇ διὰ λέξεων, ὃν ἀδύνατον εἶνε νὰ ἐκφράσῃ τις, ἀνέκφραστος, ἄρρητος, θαυμαστός· ἐπὶ τρομερῶν ἢ ἐκπληκτικῶν πραγμάτων, ὄμβρος, θάλασσα, νύξ, Ἰλ. Γ. 4, Ὀδ. Η. 273., Λ. 373· ἀλλὰ καὶ ἁπλῶς ἐπὶ μεγάλης ποσότητος ἢ διαστάσεως· ἀθ. οἶνος, σῖτος, Ὀδ. Λ. 61., Ν. 244. βόες, Υ. 211· ἐπὶ μεγάλης καλλονῆς, ὕμνος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 660· μόνον ἅπαξ παρὰ Τραγ. ἀθ. θέα, Εὐρ. Ι. Α. 232. (λυρ.)· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξ. θέσκελος 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que les dieux mêmes ne sauraient exprimer, càd dont on ne peut dire la grandeur, la beauté : νὺξ ἀθέσφατος nuit sans fin ; ἀθέσφατος θέα EUR spectacle admirable.
Étymologie: ἀ, θεός, φημί.
English (Autenrieth)
(θεός, φημί, ‘not to be said even by a god’): unspeakable, indescribable, immense, prodigious (of quality or quantity); γαῖα, θάλασσα, ὄμβρος, νύξ, and even οἶνος, σῖτος.
Spanish (DGE)
(ἀθέσφᾰτος) -ον
inexpresable por su cantidad ὄμβρος Il.3.4, βόες Od.20.211, φῦλα ἀνθρώπων h.Ap.298, οἶνος Od.11.61, σῖτος Od.13.244, ὄλβος Theoc.25.24, βοῶν ὄνθος Nonn.D.37.653, por su tamaño θάλασσα Od.7.273, γαῖα h.Hom.15.4, ἤπειρος A.R.4.636, cf. 3.294, κύκλος Orph.Fr.118, πώεα λίμνης Opp.Hal.2.547
•inefable, maravilloso, indescriptible por su belleza ὕμνος Hes.Op.662, θέα E.IA 232, por ser terrible ὄψ (de Tifeo), Hes.Th.830, cf. Nonn.Par.Eu.Io.21.16, por su infinitud νύξ Od.11.373, φρὴν ἱερὴ καὶ ἀ. Emp.B 134.4
•neutr. como adv. βυσσόθεν ἐστενάχιζεν ἀθέσφατον Musae.115
•prob. indecible por no hacerse público antes de su muerte (en alusión a Virgilio) γράψει μάλ' ἀθέσφατα Orac.Sib.11.167.
Greek Monotonic
ἀθέσφᾰτος: -ον, αυτός τον οποίο δεν μπορεί να εκφράσει ούτε ο θεός· ανείπωτος, ανέκφραστος, τρομερός· ὄμβρος, θάλασσα, νύξ, σε Όμηρ.· επίσης εκπληκτικός σε μέγεθος, διάσταση, τιμή, ποσότητα· ἀθέσφατος, -οι, οἶνος, σῖτος, βόες, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀθέσφᾰτος: невыразимый, безмерный или несравненный (ὄμβρος, θάλασσα, νύκτες, οἶνος, σῖτος, βόες Hom.; ὕμνος Hes.; θέα Eur.).
Middle Liddell
beyond even a god's power to express: ineffable, aweful, ὄμβρος, θάλασσα, νύξ Hom.; also marvellous in quantity, ἀθ. οἶνος, σῖτος, βόες Od.