ἄκνισος: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ἀ,") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />sans graisse, non gras, maigre.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κνῖσα]]. | |btext=ος, ον :<br />sans graisse, non gras, maigre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κνῖσα]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 16:55, 14 August 2022
English (LSJ)
ον, (κνῖσα) A without fat of sacrifices, βωμός AP10.7 (Arch.); βωμοῖσι παρ' ἀκνίσοισι cj. Cobet in Luc.JTr.6. 2 lacking in fats, τροφή Thphr.CP2.4.6, cf. Plu.2.123b. 3 without savoury odour, Hp.Morb.2.54; ἔλαιον not greasy, Aret.CA1.6. Adv. ἀκνίσως without being smoked or burnt, Gal.14.266.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκνῑσος: -ον, (κνῖσα) = ἄνευ κνίσης, ἤτοι ἄνευ τοῦ πάχους τῶν θυμάτων, βωμός, Ἀνθ. Π. 10. 7· οὕτως ὁ Κόβητος διορθοῖ, βωμοῖσι παρ’ ἀκνίσοισι ἐν Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 6. 2) ἰσχνός, ἀδύνατος, ἐπὶ προσώπων, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4, 6· ἐπὶ ἐδέσματος, Πλουτ. 2. 123Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans graisse, non gras, maigre.
Étymologie: ἀ, κνῖσα.
Spanish (DGE)
(ἄκνῑσος) -ον
• Alolema(s): ἄκνισσ- Plu.2.123b
I 1que no tiene grasa, en que no se sacrifica βωμός AP 10.7 (Arch.).
2 pobre en grasas σιτίοισι διαχρῆσθαι ... ἀνάλτοισι καὶ ἀκνίσοισιν Hp.Morb.2.54a, (τροφή) Thphr.CP 2.4.6, cf. Plu.l.c.
•muy refinado ἔλαιον ἄ. Aret.CA 1.6.5.
II adv. -ως sin humo, sin ahumar ἵνα ἄ. ἡ ἕψησις αὐτῶν γένηται Gal.14.266.
Greek Monolingual
ἄκνισος, -ον (Α) κνῑσα
1. αυτός που δεν έχει κνίσα προερχόμενη από θυσίες
2. (για τροφή) άπαχος
3. αυτός που δεν έχει ωραία οσμή.
Greek Monotonic
ἄκνῑσος: -ον (κνῖσα), χωρίς το πάχος, το λίπος των θυσιών, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἄκνῑσος:
1) не окутанный жертвенным чадом, т. е. погасший, пустой (βωμός Luc., Anth.);
2) нежирный (τροφή Plut.).
Middle Liddell
κνῖσα
without the fat of sacrifices, Anth.