ἐπικλινής: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπικλῐνής:'''<br /><b class="num">1)</b> наклонный, покатый ([[χωρίον]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> отвесный, крутой ([[λόφος]] Plut.): ἐπικλινῆ τινα ἐκραβδίζειν Arph. палками заставить кого-л. стремглав бежать.
|elrutext='''ἐπικλῐνής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[наклонный]], [[покатый]] ([[χωρίον]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[отвесный]], [[крутой]] ([[λόφος]] Plut.): ἐπικλινῆ τινα ἐκραβδίζειν Arph. палками заставить кого-л. стремглав бежать.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 11:15, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικλινής Medium diacritics: ἐπικλινής Low diacritics: επικλινής Capitals: ΕΠΙΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: epiklinḗs Transliteration B: epiklinēs Transliteration C: epiklinis Beta Code: e)piklinh/s

English (LSJ)

ές, A sloping, χωρίον Th.6.96; λόφοι Plu.Ant.45; ἐ. τῷ στάχυϊ καὶ μὴ ὀρθά inclining, bending, Thphr.CP3.22.1; ἐπικλινές ἐστι τάλαντον Call.Fr. 312. 2. prone, inclined, πρὸς τὸν Ἄρην Them.Or.15.187b; οἰκείωσις ἐ. πρός τινα Ph.1.252. Adv. ἐπικλινῶς, ἔχειν πρός τι ib.37,al.

German (Pape)

[Seite 950] ές, sich wohin neigend, abschüssig; ἐξήρτηται τὸ χωρίον καὶ ἐπικλινές ἐστι Thuc. 6, 96; im Ggstz von ὀρθός, Theophr.; λόφοι Plut. Anton. 45; – ἐπικλινεῖς ἐκραβδίζειν τοὺς πονηροὺς ἐκ τῆς πόλεως, köpflings aus der Stadt peitschen, Ar. Lys. 575. – Übertr., ἐπικλινῶς ἔχειν πρός τι, geneigt sein zu Etwas, Philo.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui penche vers, qui s’incline, qui se courbe.
Étymologie: ἐπικλίνω.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐπικλινής)
1. (για τόπο) αυτός που κλίνει προς τη μία πλευρά, κατηφορικός («λόφων τινῶν ἐπικλινῶν», Πλούτ.)
2. (για κτήρια, δέντρα, φυτά κ.λπ.) αυτός που δεν είναι κάθετος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά, που γέρνει προς τα κάτω
μσν.- νεοελλ.
(το ουδ. με άρθρο ως ουσ.) το επικλινές
η επικλίνεια, η ροπή, η κλίση
μσν.
αυτός που διάκειται ευνοϊκά σε κάποιον
αρχ.
αυτός που έχει τάση, προδιάθεση για κάτι, επιρρεπής.
επίρρ...
επικλινώς
σε επικλινή θέση, πλάγια, γερτά, λοξά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -κλίνης (< κλίνω)].

Greek Monotonic

ἐπικλῐνής: -ές (ἐπι-κλίνω), κατηφορικός, κεκλιμένος, κατωφερής, σε Θουκ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικλῐνής:
1) наклонный, покатый (χωρίον Thuc.);
2) отвесный, крутой (λόφος Plut.): ἐπικλινῆ τινα ἐκραβδίζειν Arph. палками заставить кого-л. стремглав бежать.

Middle Liddell

ἐπικλῐνής, ές ἐπικλίνω
sloping, Thuc., Plut.

English (Woodhouse)

sloping, on an incline, up hill

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)