αὐλών: Difference between revisions
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''αὐλών:''' ῶνος ὁ, реже ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[лощина]], [[ущелье]], [[долина]], HH, Eur., Her., Arph., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[ров]], [[канава]], [[канал]], Her., Xen.;<br /><b class="num">3)</b> [[пролив]] Aesch., Soph.;<br /><b class="num">4)</b> [[водопровод]], [[проток]] (ῥεῖν [[ὥσπερ]] δι᾽ αὐλῶνος Plat., Arst.);<br /><b class="num">5)</b> дыхательное горло, трахея (ὁ αὐ. ὁ περὶ τὸν γαργαρεῶνα Arst.). | |elrutext='''αὐλών:''' ῶνος ὁ, реже ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[лощина]], [[ущелье]], [[долина]], HH, Eur., Her., Arph., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[ров]], [[канава]], [[канал]], Her., Xen.;<br /><b class="num">3)</b> [[пролив]] Aesch., Soph.;<br /><b class="num">4)</b> [[водопровод]], [[проток]] (ῥεῖν [[ὥσπερ]] δι᾽ αὐλῶνος Plat., Arst.);<br /><b class="num">5)</b> [[дыхательное горло]], [[трахея]] (ὁ αὐ. ὁ περὶ τὸν γαργαρεῶνα Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 16:05, 19 August 2022
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, also ἡ S.Fr.549, Ar.Av.244, Carc.1, Philostr.Im. 2.6:—A hollow between hills or banks, defile, glen, h.Merc.95, Hdt.7.128,129, Ar.l.c. (lyr.); expld. as οἱ στενοὶ καὶ ἐπιμήκεις ποταμοί Sch. Il.Oxy.221 xiv 19. 2 channel, trench, A.Fr.167A, Hdt.2.100,127, X.An.2.3.10. 3 strait, Μαιωτικός A.Pr.731; πόντιαι αὐ. sea-straits, channels, S.Tr.100 (lyr.). 4 pipe, conduit, Pl.Ti.79a; metaph. of windpipe or duct, Arist.PA664a27, Gal.UP4.14. 5 furrow in an elephant's hide, Aret.SD2.13.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλών: -ῶνος, ὁ, ὡσαύτως ποιητ. ἡ, Σοφ. Ἀποσπ. 493, Ἀριστοφ. Ὄρν. 244, Καρκίνος ἐν «Ἀχιλλεῖ» παρ’ Ἀθην. 189D· - πᾶν κοίλωμα μεταξὺ βουνῶν ἢ ὑψωμάτων, κοιλάς, νάπος, χαράδρα, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 95, Ἡρόδ. 7. 128, 129, Ἀριστοφ. ἔνθ. ἀνωτ. 2) διῶρυξ, αὖλαξ, ὀχετός, δαινυμένοισι δὲ ἐπεῖναι τὸν ποταμὸν δι’ αὐλῶνος κρυπτοῦ μεγάλου Ἡρόδ. 2. 100, 127· καὶ ἐνετύγχανον τάφροις καὶ αὐλῶσιν ὕδατος πλήρεσιν ὡς μὴ δύνασθαι διαβαίνειν ἄνευ γεφυρῶν Ξεν. Ἀν. 2. 3, 10. 3) πορθμός, στενόν, Μαιωτικὸς Αἰσχύλ. Πρ. 731· οὕτω παρὰ Σοφ. Τρ. 100, πόντιοι αὐλῶνες, τὰ θαλάσσια στενά, ποιητικὴ ἔκφρασις περιγράφουσα τὰ μεταξὺ τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου στενά. 4) ὑδραγωγὸς αὐλός, σωλήν, ῥεῖν ὥσπερ αὐλῶνος διὰ τοῦ σώματος τὰ τῶν φλεβῶν ποιεῖ ῥεύματα Πλάτ. Τίμ. 79Α· ὁ αὐλοειδὴς πόρος, οὐ γάρ ἐστιν ἀναπνοὴ μυκτήρων ἴδιος, ἀλλὰ παρὰ τὸν αὐλῶνα τὸν περὶ τὸν γαργαρεῶνα, ᾗ τὸ ἔσχατον τοῦ ἐν τῷ στόματι οὐρανοῦ Ἀριστ. π. Ἀναπν. 7, 8, π. Ζ. Μορ. 3. 3, 3. - Καθ’ Ἡσύχ.: «αὐλὼν στενὴ ἀναφορὰ τοῦ ὕδατος καὶ λειμών, ἢ ἔφυδρος τόπος», προσέτι: «αὐλῶνα· Αἰσχύλος καὶ τὴν τάφρον καὶ τὴν πυράν», ὡσαύτως: «αὐλῶνες· οἱ ἐπ’ αὐθείας τόποι, φάραγγες (ἢ) τόποι πλατεῖς ἐπὶ τὰ ὄρη».
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ, qqf ἡ)
tout espace ou conduit creux et allongé, d’où
I. vallon creux entre deux montagnes, ravin;
II. conduit d’eau, particul.
1 bras de mer resserré ; détroit;
2 canal, fossé, aqueduc;
III. tuyau, conduit.
Étymologie: αὐλός.
Spanish (DGE)
-ῶνος, ὁ
• Morfología: [ἡ S.Tr.100, Fr.549, Ar.Au.244, Carcinus 1d, Philostr.Im.2.6.1]
I 1canal, acequia s. cont., A.Fr.419a, δι' αὐλῶνος κρυπτοῦ μεγάλου Hdt.2.100, 127, αὐ. ὕδατος X.An.2.3.10, cf. Longus 3.21.4, 3.22.3, Hld.1.29.1, Nonn.D.2.71.
2 depresión entre dos montañas, valle ἑλείας παρ' αὐλῶνας Ar.l.c., βαθεῖαν εἰς αὐλῶνα Carcinus l.c., cf. Nic.Fr.31, ref. al valle del Ródano, Plb.3.47.3, αὐ. Σαλημ LXX Iu.4.4, cf. 10.10, 3Ma.6.17, 1Re.17.3, ἐν ἁπλῇ αὐλῶνι Philostr.l.c., αὐ. μέγας Synes.Hymn.1.52
•barranco περάσας κοῖλον αὐλώνων βάθος E.Rh.112, αὐ. κελαδεινοί h.Merc.95, βαθεῖς καὶ ὑλώδεις αὐλῶνες Plu.Caes.23
•desfiladero, garganta αὐ. στεινός Hdt.7.128, δ' ἑνὸς αὐλῶνος Hdt.7.129, τὸ Τάγρον ὄρος ... αὐλῶσιν Plb.5.44.7, ἐνέβαλεν εἰς τὸν αὐλῶνα τὸν προσαγορευόμενον Μαρσύαν Plb.5.45.8, τραχὺς αὐ. καὶ στενόπορος Plu.Luc.25, expl. como οἱ στενοὶ καὶ ἐ[πιμήκεις τό] ποι Sch.Er.Il.21.283 (p.106).
3 brazo de mar entre tierras, estrecho Μαιωτικός A.Pr.731, πόντιαι αὐλῶνες S.Tr.l.c., ἐπακτίαι S.Fr.l.c., cf. Poll.9.18, Hsch.
II tubo, conducto ῥεῖν ὥσπερ αὐλῶνος διὰ τοῦ σώματος τὰ τῶν φλεβῶν ποιεῖ ῥεύματα Pl.Ti.79a, ref. al conducto respiratorio o tráquea, Arist.PA 664a27, ref. al conducto digestivo, Gal.3.315.
III surco o arruga en la piel del elefante, Aret.SD 2.13.7.
Greek Monotonic
αὐλών: -ῶνος, ὁ, ποιητ. επίσης ἡ, (αὐλός)·
1. χαράδρα, φαράγγι, λαγκαδιά, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αριστοφ.
2. διώρυγα, αυλάκι, οχετός, σε Ηρόδ.
3. πορθμός, στενό, σε Αισχύλ.· αὐλῶνες πόντιοι, θαλάσσια στενά, δηλ. αρχιπέλαγος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
αὐλών: ῶνος ὁ, реже ἡ
1) лощина, ущелье, долина, HH, Eur., Her., Arph., Plut.;
2) ров, канава, канал, Her., Xen.;
3) пролив Aesch., Soph.;
4) водопровод, проток (ῥεῖν ὥσπερ δι᾽ αὐλῶνος Plat., Arst.);
5) дыхательное горло, трахея (ὁ αὐ. ὁ περὶ τὸν γαργαρεῶνα Arst.).
Middle Liddell
αὐλός
1. a hollow way, defile, glen, Hhymn., Hdt., Ar.
2. a canal, aqueduct, trench, Hdt.
3. a channel, strait, Aesch.; αὐλῶνες πόντιοι the sea straits, i. e. the Archipelago, Soph.
English (Woodhouse)
channel, conduit, dell, pipe, hollow tube, narrow sea passage, narrow strip of sea