δημιοπληθής: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δημιοπληθής:''' имеющийся в изобилии у народа: κτήνη τὰ δημιοπληθέα Aesch. народное имущество.
|elrutext='''δημιοπληθής:''' [[имеющийся в изобилии у народа]]: κτήνη τὰ δημιοπληθέα Aesch. народное имущество.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πλήθω]]<br />abounding in [[public]], κτήνη δ. [[cattle]] of [[which]] the [[people]] [[have]] [[large]] [[store]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[πλήθω]]<br />abounding in [[public]], κτήνη δ. [[cattle]] of [[which]] the [[people]] [[have]] [[large]] [[store]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 15:10, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημιοπληθής Medium diacritics: δημιοπληθής Low diacritics: δημιοπληθής Capitals: ΔΗΜΙΟΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: dēmioplēthḗs Transliteration B: dēmioplēthēs Transliteration C: dimioplithis Beta Code: dhmioplhqh/s

English (LSJ)

ές, A abounding for public use, κτήνη δ. cattle of which the people have large store, A.Ag. 129 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 562] ές, was das Volk in Menge hat; κτήνη Aesch. Ag. 128.

Greek (Liddell-Scott)

δημιοπληθής: -ές, ἄφθονος πρὸς χρῆσιν τοῦ δήμου, κτήνη δ., κτήνη, ὧν ὁ δῆμος ἔχει μέγα πλῆθος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 128.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
que le peuple possède en abondance.
Étymologie: δῆμος, πλῆθος.

Spanish (DGE)

-ές
abundante para el pueblo, que el pueblo posee en abundancia κτήνη A.A.129.

Greek Monolingual

δημιοπληθής, -ές (Α)
αυτός που χρησιμοποιείται πολύ από τον λαό, που τον έχει ο λαός με αφθονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμιος «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο» + -πληθής < πλήθος].

Greek Monotonic

δημιοπληθής: -ές (πλήθω), πολυπληθής, άφθονος για το λαό· κτήνη δ., βόδια από τα οποία οι άνθρωποι έχουν μεγάλα αποθέματα, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημιοπληθής -ές [δῆμος, πλῆθος] in overvloed ter beschikking van het volk.

Russian (Dvoretsky)

δημιοπληθής: имеющийся в изобилии у народа: κτήνη τὰ δημιοπληθέα Aesch. народное имущество.

Middle Liddell

πλήθω
abounding in public, κτήνη δ. cattle of which the people have large store, Aesch.