δοιή: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - "‘([\w\s]+)’" to "‘$1’") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[duda]], [[perplejidad]] ἐν δοιῇ <i>Il</i>.9.230, Call.<i>Iou</i>.5, Antag.1.1.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[δοιός]], c. identificación de las ideas de | |dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[duda]], [[perplejidad]] ἐν δοιῇ <i>Il</i>.9.230, Call.<i>Iou</i>.5, Antag.1.1.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[δοιός]], c. identificación de las ideas de ‘[[división]]’ y ‘[[duda]]’, cf. tb. [[δείδω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:55, 21 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A doubt, perplexity, ἐν δοιῇ Il.9.230, Call.Jov.5, Antag.1.1. (Cf. Skt. dat. sg. dvayyái (dvayī´ 'duality').)
German (Pape)
[Seite 651] ἡ, Zweifel; s. δοιός.
Greek (Liddell-Scott)
δοιή: ἡ, ἀμφιβολία, δυσκολία, δισταγμός, ἀπορία, ἐν δοιῇ Ἰλ. Ι. 230, Καλλ. εἰς Δία 5. (Ἴδε ἐν λ. δύο).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
dans la loc. ἐν δοιῇ (εἶναι) être en doute.
Étymologie: fém. de δοιός.
English (Autenrieth)
only ἐν δοιῇ, in perplexity, Il. 9.230.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
duda, perplejidad ἐν δοιῇ Il.9.230, Call.Iou.5, Antag.1.1.
• Etimología: Cf. δοιός, c. identificación de las ideas de ‘división’ y ‘duda’, cf. tb. δείδω.
Greek Monolingual
δοιή, η (Α)
αμφιβολία, δισταγμός, απορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοιοί. Από την έκφραση «εν δοιῄ» (Ιλ. Ι, 230) προήλθε και το ρ. ενδοιάζω].
Greek Monotonic
δοιή: ἡ (δύο), αμφιβολία, αμηχανία, μπέρδεμα, δισταγμός, ἐν δοιῇ, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
δοιή: ἡ нерешительность: ἐν δοιῇ Hom., Antagoras ap. Diog. L. в нерешительности, в сомнении.
Middle Liddell
δοιή, ἡ, n [δύο]
doubt, perplexity, ἐν δοιῇ Il.