μήλη: Difference between revisions
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μήλη:''' ἡ хирургический зонд Anth. | |elrutext='''μήλη:''' ἡ [[хирургический зонд]] Anth. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 10:20, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A probe, Hp.VC10, AP11.126, etc. 2 = σμίλη, τῇ μ. τέμνων τοὺς ὑμένας Gal.8.55, cf. 11.300.
German (Pape)
[Seite 172] ἡ, ein Instrument der Chirurgen, um Schäden, bes. Wunden zu untersuchen und Heilmittel hinein zu bringen, Sonde, Katheter, Medic.; ἐναλείφειν μήλῃ, Ep. ad. 95 (XI, 126).
Greek (Liddell-Scott)
μήλη: ἡ, χειρουργικὸν ἐργαλεῖον πρὸς ἐξέτασιν πληγῶν, καθετήρ, Λατ. specilum, Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφαλ. Τρωμ. 901, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sonde de chirurgien.
Étymologie: DELG μαίομαι.
Spanish
Greek Monolingual
η (ΑΜ μήλη)
εργαλείο σε σχήμα λεπτού ραβδιού κατασκευασμένο από εύκαμπτο μέταλλο με αμβλεία, συνήθως βολβοειδή, κορυφή, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως από τους χειρουργούς για τη διερεύνηση πόρων, συριγγίων, φυσικών ή τραυματικών κοιλοτήτων του σώματος
μσν.
αιχμηρό εργαλείο, μαχαίρι
αρχ.
χειρουργικό μαχαιρίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι η λ. προέρχεται από αμάρτυρο τ. μασ-λᾱ και συνδέεται με το ρ. μαίομαι «αναζητώ, ψηλαφώ, εγγίζω»].
Greek Monotonic
μήλη: ἡ, καθετήρας κ.λπ., Λατ. specillum, σε Ιππ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
μήλη: ἡ хирургический зонд Anth.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: chirurgical probe (Hp., AP).
Compounds: As 2. member in πλατυ-μήλη broad probe (medic.) and other determinatives (Risch IF 59, 285), ἀμφί-μηλον n. probe with two ends (medic.).
Derivatives: μηλόω probe (Hp., Ar.), midd. also paint wool (Eust., H.) with μήλωσις probing, μηλω-τή, -τίς, -τρίς, -τρίδιον probe (medic.); μηλ-αφάω probe (Sophr., H., EM, Eust.; after ψηλαφάω); μήλωθρον painted wool (Eust., H.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Prellwitz proposed from *μασ- λα (or *μα-λα) to μαίομαι, μάσ-σασθαι touch, examine.
Middle Liddell
μήλη, ἡ,
a probe, etc., Lat. specillum, Hipp., etc.
Frisk Etymology German
μήλη: {mḗlē}
Grammar: f.
Meaning: chirurgische Sonde (Hp., AP);
Composita: als Hinterglied in πλατυμήλη breite Sonde (Mediz.) und anderen Determinativa (Risch IF 59, 285), ἀμφίμηλον n. Sonde mit zwei Enden (Mediz.).
Derivative: Davon μηλόω sondieren (Hp., Ar. u. a.), Med. auch Wolle färben (Eust., H.) mit μήλωσις Sondierung, μηλωτή, -τίς, -τρίς, -τρίδιον Sonde (Mediz.); μηλαφάω sondieren (Sophr., H., EM, Eust.; nach ψηλαφάω); μήλωθρον gefärbte Wolle (Eust., H.).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Vielleicht mit Prellwitz aus *μασ- λα (oder *μαλα) zu μαίομαι, μάσσασθαι tasten, untersuchen.
Page 2,225