εὐτρόχαλος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui court rapidement, rapide, léger <i>en parl. d’un char, d’une abeille, d’un chant</i>;<br /><b>2</b> où l’on court bien, plan, uni ; <i>selon d’autres</i> bien arrondi.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέχω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui court rapidement, rapide, léger <i>en parl. d'un char, d'une abeille, d'un chant</i>;<br /><b>2</b> où l’on court bien, plan, uni ; <i>selon d'autres</i> bien arrondi.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:35, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτρόχᾰλος Medium diacritics: εὐτρόχαλος Low diacritics: ευτρόχαλος Capitals: ΕΥΤΡΟΧΑΛΟΣ
Transliteration A: eutróchalos Transliteration B: eutrochalos Transliteration C: eftrochalos Beta Code: eu)tro/xalos

English (LSJ)

Ep. ἐϋτρ-, ον, (τρέχω) A running well, quick-moving, ποταμός Opp.C.2.131; μέλισσα APl.4.36 (Agath.); ἀοιδή A.R.4.907; γλῶσσα IG5(1).264 (Sparta, Aug.). II well-rounded, σφαῖρα, κύκλος, A.R.3.135, Man.2.130; λίνον Nic.Al.134; ἐϋτροχάλῳ ἐν ἀλωῇ on the rounded threshing-floor, Hes.Op.599,806.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτρόχᾰλος: Ἐπικ. ἐϋτρ-, ον, (τρέχω) καλῶς ῥέων, ταχέως, ὁρμητικῶς κινούμενος, ποταμὸς Ὀππ. Κυν. 2. 131· μέλισσα Ἀνθ. Πλαν. 36· ἀοιδὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 907. ΙΙ. ὁλοστρόγγυλος, σφαῖρα, κύκλος Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 135, Μανέθων 2. 130· ἐϋτροχάλῳ ἐν ἀλωῇ, ἐντὸς τοῦ στρογγύλου, κυκλοτεροῦς ἁλωνίου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 597, 804, πρβλ. Spitzn. εἰς Ἰλ. Υ. 496. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὐτρόχαλον· εὔκυκλον. ταχινόν».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui court rapidement, rapide, léger en parl. d'un char, d'une abeille, d'un chant;
2 où l’on court bien, plan, uni ; selon d'autres bien arrondi.
Étymologie: εὖ, τρέχω.

Greek Monolingual

εὐτρόχαλος και επικ. τ. ἐϋτρόχαλος, -ον (Α)
1. αυτός που κινείται, γρήγορα ή ορμητικά
2. τελείως στρογγυλός, ολοστρόγγυλος
3. κυκλοτερής, στρογγυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τροχαλός «αυτός που τρέχει-στρογγυλός» (< τρέχω)].

Greek Monotonic

εὐτρόχᾰλος: Επικ. ἐϋ-τρ-, -ον (τρέχω),·
I. αυτός που τρέχει καλά, αυτός που κινείται γρήγορα, σε Ανθ.
II. ολοστρόγγυλος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐτρόχᾰλος: эп. ἐϋτρόχαλος 2
1) хорошо закругленный (ἀλωή Hes.);
2) легкий, подвижный (μέλισσα Anth.).

Middle Liddell

τρέχω
I. running well, quick-moving, Anth.
II. well-rounded, Hes.

Frisk Etymology German

εὐτρόχαλος: {eutrókhalos}
See also: s. τρέχω.
Page 1,595