τόθεν: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>adv. démonstr. corrél. de</i> [[πόθεν]], [[ποθέν]] <i>et</i> [[ὅθεν]] :<br /><b>1</b> de là;<br /><b>2</b> d’après cela, par suite;<br /><b>II.</b> <i>adv. relat. c.</i> [[ὅθεν]] : d’où.<br />'''Étymologie:''' th. démonstr. το-, -θεν.
|btext=<b>I.</b> <i>adv. démonstr. corrél. de</i> [[πόθεν]], [[ποθέν]] <i>et</i> [[ὅθεν]] :<br /><b>1</b> de là;<br /><b>2</b> d'après cela, par suite;<br /><b>II.</b> <i>adv. relat. c.</i> [[ὅθεν]] : d'où.<br />'''Étymologie:''' th. démonstr. το-, -θεν.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:30, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόθεν Medium diacritics: τόθεν Low diacritics: τόθεν Capitals: ΤΟΘΕΝ
Transliteration A: tóthen Transliteration B: tothen Transliteration C: tothen Beta Code: to/qen

English (LSJ)

poet. Adv., answering to relat. ὅθεν and interrog. πόθεν (from το-, Demonstr. stem):—A thence, Hes.Sc.32; Δρεπάνη τόθεν ἐκλήϊσται thence it is called D., A.R.4.990. 2 for ὅθεν, A.Pers. 99 (lyr.). II thereafter, thereupon, Id.Ag.220 (lyr.); also ἐκ τόθεν, ἐξότε . . from the day when... A.R.4.520.

German (Pape)

[Seite 1123] adv. demonstr., dem Frageworte πόθεν entsprechend, von daher, von dort; Hes. Sc. 32; Pind. N. 9, 17, v.l., Boeckh; τόθεν τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω, Aesch. Ag. 213. – Auch = daher, deshalb, deswegen, Ap. Rh. 4, 990. – Auch für das relat., wie man erklärt Aesch. Pers. 100.

Greek (Liddell-Scott)

τόθεν: ποιητ. ἐπίρρ., ἀνταποκρινόμενον πρὸς τὸ ἀναφ. ὅθεν καὶ τὸ ἐρώτημ. πόθεν; (πάντα δὲ ταῦτα ἦσαν κυρίως ἀρχαῖοι τύποι γενικῆς τῶν: ὅ, ὅς, *πός;)· ― ἐκεῖθεν, τόθεν αὖτις Φίκιον ἀκρότατον προσεβήσατο μητίετα Ζεὺς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 32. 2) ἀντὶ τοῦ ὅθεν, Böchk διάφ. γραφ. ἐν Πινδ. Ν. 9. 18 (40), Αἰσχύλ. Πέρσ. 100. ΙΙ. ἔκτοτε, ὡς τὸ ἐκ τούτου, τόθεν τὸ πάντολμον φρονεῖν μετέγνω Αἰσχύλ. Ἀγ. 220· Δρεπάνην τόθεν ἐκλήϊσται Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 990· ὡσαύτως, ἐκ τόθενἔκτοθεν, αὐτόθι 520.

French (Bailly abrégé)

I. adv. démonstr. corrél. de πόθεν, ποθέν et ὅθεν :
1 de là;
2 d'après cela, par suite;
II. adv. relat. c. ὅθεν : d'où.
Étymologie: th. démonstr. το-, -θεν.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (ποιητ. τ.)
1. (ως απόκριση στο ερωτ. πόθεν και στο αναφ. ὅθεν) από εκεί
2. όθεν («τόθεν οὐκ ἔστιν ὑπὲρ θνατὸν ἀλύξαντα φυγεῖν», Αισχύλ.)
3. έκτοτε
4. εκ τούτου, γι' αυτό («Δρεπάνη πόθεν ἐκλήϊσται», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θ. το- (< ΙΕ ρίζα to- / tā-) που εμφανίζεται στο ουδ. το του άρθρου (βλ. λ. ο, η, το) και στις δεικτικές αντωνυμίες (πρβλ. τοῖος, τόσος) με επιρρμ. κατάλ -θεν (πρβλ. -θεν, πό-θεν)].

Greek Monotonic

τόθεν: ποιητ. επίρρ. ανάλογο του αναφορ. ὅθεν (ήταν αρχαίος τύπος γεν. του )· απ' όπου,
I. 1. από εδώ, όθεν, σε Ησίοδ.
2. αντί του αναφ. ὅθεν, σε Αισχύλ.
II. έκτοτε, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

τόθεν: adv. relat. откуда или оттуда Hes., Aesch.

Middle Liddell


I. antecedent to relat. ὅθεν (being an old gen. of ὁ);— hence, thence, Hes.
2. for relat. ὅθεν, Aesch.
II. thereafter, thereupon, Aesch.