κτῆσις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
m (Text replacement - " ’" to "’")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> acquisition : κτῆσίν τινος ποιεῖσθαι THC faire l’acquisition de qch;<br /><b>2</b> possession : κτῆσιν ἔχειν [[τῶν]] μετάλλων ἐργασίας THC posséder une exploitation de mines;<br /><b>3</b> biens, propriété, fortune : πατρῴα [[κτῆσις]] SOPH fortune paternelle;<br /><b>4</b> héritage.<br />'''Étymologie:''' [[κτάομαι]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> acquisition : κτῆσίν τινος ποιεῖσθαι THC faire l'acquisition de qch;<br /><b>2</b> possession : κτῆσιν ἔχειν [[τῶν]] μετάλλων ἐργασίας THC posséder une exploitation de mines;<br /><b>3</b> biens, propriété, fortune : πατρῴα [[κτῆσις]] SOPH fortune paternelle;<br /><b>4</b> héritage.<br />'''Étymologie:''' [[κτάομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 10:22, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτῆσις Medium diacritics: κτῆσις Low diacritics: κτήσις Capitals: ΚΤΗΣΙΣ
Transliteration A: ktē̂sis Transliteration B: ktēsis Transliteration C: ktisis Beta Code: kth=sis

English (LSJ)

εως, ἡ, (κτάομαι) A acquisition (opp. ἀπόλαυσις, Arist.Rh. 1410a6), κτῆσις τινὸς ποιεῖσθαι Th.1.8, 13; ἡ φιλοσοφία κ. ἐπιστήμης Pl. Euthd.288d; ῥᾳδίαν ἔχει <τὴν> κτῆσιν Alcid.Soph.5; κατ' ἔργου κτῆσιν according to success in the work, S.Tr.230. II (from pf.) possession, λέχους, πλούτου, etc., ib.162, El.960, etc.; κ. ἔχειν τῶν μετάλλων ἐργασίας Th.4.105; ἡ τῶν χρημάτων κ. Pl.R.331b; διὰ τὴν τῶν υἱέων κτῆσιν on account of your having sons, Id.Ap.20b; ἱματίων Id.Phd.64d; φέροντας… ἀγαθοῦ κτῆσιν οὐδενός D.18.308; κτῆσις ἐκ δεσπότου καὶ δούλου [συνέστηκεν] Arist.Pol.1277a8; holding, opp. χρῆσις ('using'), Id.EN1098b32; ownership, opp. χρῆσις ('usufruct'), POxy.237 viii 35, al.; τὰς κτήσεις βεβαίας εἶμεν IG42(1).76.25 (Epid., ii B.C.). 2 as collective, = κτήματα, possessions, property, διὰ κτῆσιν δατέοντο Il.5.158; κ. ὄπασσεν Od.14.62; πατρῴα κ. S.El.1290; μετρίης κτήσιος ἐπιμέλεσθαι Democr.285; ἡ ἰδία κ. POxy.237 viii 32 (i A.D.): in plural, Hdt.4.114, etc.; ἀρετῆς βέβαιαι… αἱ κ. μόναι S.Fr.194; esp. lands, farms, D.H.8.19, D.S.14.29, etc.: also in sg., farm, estate, PFlor. 155.6 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1519] ἡ, das Erwerben, die Erwerbung; κτῆσιν χρημάτων ποιεῖσθαι, zu erwerben suchen, Thuc. 1, 8. 13; φρονήσεως Plat. Phaed. 64 b, öfter; ῥᾳδίαν ἔχει κτῆσιν, läßt sich leicht erwerben, Alcidam. sophist. p. 674, 5. – Gew. der Besitz = κτήματα; χηρωσταὶ δὲ διὰ κτῆσιν δατέοντο Il. 5, 158; καὶ κτῆσιν ὄπασσεν Od. 14, 62, öfter; πατρῴαν κτῆσιν Soph. El. 1282; τὰς κτήσεις τῶν πολιτῶν καὶ τὰ ἀναλώματα φυλάττειν Plat. Legg. I, 632 b; Arist. Pol. 2, 5; Sp.; auch μετάλλων ἐργασίας, die Berechtigung zur Bearbeitung der Bergwerke, Thuc. 4, 105. – Landgüter, D. Hal. 8, 19; τὰς κατὰ τὴν χώραν κτήσεις D. Sic. 14, 29.

Greek (Liddell-Scott)

κτῆσις: -εως, (κτάομαι) τὸ κτᾶσθαί τι, «ἀπόκτησις», ἀντίθετ. τῷ ἀπόλαυσις καὶ χρῆσις (Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 7, Ἠθικ. Ν. 1. 8, 8, ἀλλ.)· κτῆσίν τινος ποεῖσθαι Θουκ. 1. 8, 13· ἡ τῶν χρημάτων κτ. Πλάτ. Πολ. 331Β· ἐπιστήμης, τῆς φρονήσεως, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 288D, κ. ἀλλ.· ῥᾳδίαν ἔχει κτῆσιν Ἀλκιδάμ. σ. 79 Reisk.· κατ’ ἔργου κτῆσιν, κατὰ τὴν ἐν τῷ ἔργῳ ἐπιτυχίαν, Σοφ. Τρ. 230. ΙΙ. (ἐκ τοῦ πρκμ.) κτῆσις, κτῆμα, λέχους, πλούτου, κτλ., αυτόθι 162, Ἠλ. 960· κτ. ἔχειν τῶν μετάλλων ἐργασίας Θουκ. 4. 105· διὰ τὴν τῶν υἱέων κτ., ἐπειδὴ ἔχετε υἱούς, Πλάτ. Ἀπολ. 20Β· ἱματίων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 64D· φέροντας... ἀγαθοῦ κτῆσιν οὐδενὸς Δημ. 328. 14· κτῆσις ἐκ δεσπότου καὶ δούλου συνέστηκεν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 6. 2) περιληπτικῶς = κτήματα, περιουσία, διὰ κτῆσιν δατέοντο Ἰλ. Ε. 158· κτῆσιν ὄπασσεν Ὀδ. Ξ. 62· πατρῴα κτ. Σοφ. Ἠλ. 1290· ― ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 4. 114, Πλάτ. Φαίδων 64D, κτλ.· ἀρετῆς βέβαιαι δ’ εἰσὶν αἱ κτήσεις μόναι Σοφ. Ἀποσπ. 202· ― κυρίως, ἀγροί, «κτήματα», «ὑποστατικά», Διον. Ἁλ. 14. 29, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 acquisition : κτῆσίν τινος ποιεῖσθαι THC faire l'acquisition de qch;
2 possession : κτῆσιν ἔχειν τῶν μετάλλων ἐργασίας THC posséder une exploitation de mines;
3 biens, propriété, fortune : πατρῴα κτῆσις SOPH fortune paternelle;
4 héritage.
Étymologie: κτάομαι.

English (Autenrieth)

ιος (κτάομαι): property.

Greek Monotonic

κτῆσις: -εως, ἡ (κτάομαι),
I. απόκτηση, σε Θουκ., Πλάτ.· κατ' ἔργου κτῆσιν, σύμφωνα με την επιτυχία στη δουλειά, σε Σοφ.
II. 1. (από τον παρακ.) κτήση, κατοχή, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.
2. ως περιληπτικό ουσ. = κτήματα, αποκτήματα, περιουσία, ιδιοκτησία, σε Όμηρ.· στον πληθ., σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κτῆσις: εως ἡ
1) приобретение (χρημάτων Plat., Plut.; ἐπιστήμης Plat.): κτῆσίν τινος ποιεῖσθαι Thuc. приобрести что-л.;
2) владение, обладание (πλούτου Soph.): κτῆσιν ἔχειν τῶν χρυσείων μετάλλων Thuc. владеть золотыми приисками;
3) имущество, достояние (πατρῴα κ. Soph.; αἱ κτήσεις τῶν πολιτῶν Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτῆσις -εως, ἡ [κτάομαι] bezit, bezitting, eigendom:; χηρωσταὶ δὲ διὰ κτῆσιν δατέοντο zijn naaste verwanten verdeelden zijn bezit Il. 5.158; πατρῴαν κτῆσιν bezit van vaderskant Soph. El. 1290; τὰς κτήσεις μὴ ποιεῖν ἀναδάστους de bezittingen niet opnieuw te verdelen Aristot. Pol. 1309a15; het bezitten:. διὰ τὴν τῶν ὑέων κτῆσιν door het bezit van zoons Plat. Ap. 20b; ἐν κτήσει ἢ χρήσει τὸ ἄριστον ὑπολαμβάνειν het hoogste goed in het bezit of in het gebruik veronderstellen Aristot. EN 1098b32. het verwerven, verwerving:; τῶν χρημάτων τὴν κτῆσιν het verwerven van rijkdom Thuc. 1.13.1; ἡ δέ γε φιλοσοφία κτῆσις ἐπιστήμης filosofie is het verwerven van kennis Plat. Euthyd. 288d; ἀπόλαυσις κτήσει ἀντίκειται het profiteren wordt gesteld tegenover het verwerven Aristot. Rh. 1410a6; overdr.: κατ’ ἔργου κτῆσιν passend bij het succes van de daad Soph. Tr. 230.

Middle Liddell

κτῆσις, εως κτάομαι
I. acquisition, Thuc., Plat.; κατ' ἔργου κτῆσιν according to success in the work, Soph.
II. (from perf.) possession, Soph., Thuc., etc.
2. as collective, = κτήματα, possessions, property, Hom.; in plural, Hdt., Plat., etc.

English (Woodhouse)

acquirement, acquisition, possession, a possessing, act of acquiring, thing possessed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)