διοίχομαι: Difference between revisions
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [perf. διοίχημαι Hdt.4.136]<br /><b class="num">1</b> [[pasar]] el tiempo, en sent. temp. [[concluir]] αἵ τε ἡμέραι ὑμῖν τοῦ ἀριθμοῦ διοίχηνται se os han pasado los días</i> Hdt.l.c.<br /><b class="num">•</b>ref. la vida [[morir]] ἐμοὶ λιπὼν ἀνίας ... διοίχεται S.<i>Ai</i>.973, τὸ σῶμα ... ταχὺ σαπὲν διοίχοιτο Pl.<i>Phd</i>.87e<br /><b class="num">•</b>pres. c. valor de perf. [[concluir]], [[cumplirse]] χὠ λόγος διοίχεται el discurso ha concluido</i> S.<i>OC</i> 574, χἠ [[δίκη]] διοίχεται y la justicia se ha cumplido</i> E.<i>Supp</i>.530.<br /><b class="num">2</b> fig. [[estar perdido, arruinado]], [[morir]] τἀμὰ γὰρ διοίχεται mi vida ha terminado</i> A.<i>Fr</i>.138, cf. <i>Ec</i>.393, ὅταν δὲ μὴ τύχῃ, διοίχεται E.<i>IA</i> 958, cf. <i>Or</i>.855, <i>Io</i> 765, ὑπὸ γὰρ ἀλγέων ὑπό τε συμφορᾶς διοιχόμεθ', οἰχόμεθα E.<i>Or</i>.181, θεράπευσον ἡμᾶς, εἰ δὲ μή, [[διοίχομαι]] Luc.<i>Ocyp</i>.157, cf. Ar.<i>Th</i>.609, <i>AP</i> 5.162 (Asclep.), de los sentidos ὡς ἀλλότρια διοιχόμενα perdidos como si fueran ajenos</i> Longin.10.3. | |dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [perf. διοίχημαι Hdt.4.136]<br /><b class="num">1</b> [[pasar]] el tiempo, en sent. temp. [[concluir]] αἵ τε ἡμέραι ὑμῖν τοῦ ἀριθμοῦ διοίχηνται se os han pasado los días</i> Hdt.l.c.<br /><b class="num">•</b>ref. la vida [[morir]] ἐμοὶ λιπὼν ἀνίας ... διοίχεται S.<i>Ai</i>.973, τὸ σῶμα ... ταχὺ σαπὲν διοίχοιτο Pl.<i>Phd</i>.87e<br /><b class="num">•</b>pres. c. valor de perf. [[concluir]], [[cumplirse]] χὠ λόγος διοίχεται el discurso ha concluido</i> S.<i>OC</i> 574, χἠ [[δίκη]] διοίχεται y la justicia se ha cumplido</i> E.<i>Supp</i>.530.<br /><b class="num">2</b> fig. [[estar perdido, arruinado]], [[morir]] τἀμὰ γὰρ διοίχεται mi vida ha terminado</i> A.<i>Fr</i>.138, cf. <i>Ec</i>.393, ὅταν δὲ μὴ τύχῃ, διοίχεται E.<i>IA</i> 958, cf. <i>Or</i>.855, <i>Io</i> 765, ὑπὸ γὰρ ἀλγέων ὑπό τε συμφορᾶς διοιχόμεθ', οἰχόμεθα E.<i>Or</i>.181, θεράπευσον ἡμᾶς, εἰ δὲ μή, [[διοίχομαι]] Luc.<i>Ocyp</i>.157, cf. Ar.<i>Th</i>.609, <i>AP</i> 5.162 (Asclep.), de los sentidos ὡς ἀλλότρια διοιχόμενα perdidos como si fueran ajenos</i> Longin.10.3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> passer, s'écouler;<br /><b>2</b> être terminé ; être fini, être perdu.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[οἴχομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διοίχομαι''': μέλλ. -οιχήσομαι· πρκμ. -οίχημαι Ἡρόδ. 4. 136· ἀποθ.· -ἐντελῶς ἔχω παρέλθει· ἐπὶ χρόνου, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ προσώπων, παρῆλθον καὶ ἀπῆλθον, ἐχάθην, Λατ. periisse, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 133, Σοφ. Αἴ. 973, Εὐρ., κτλ.· σπάν. παρὰ πεζοῖς, ὡς Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Φαίδωνι 87 Ε. ΙΙ. τελειώνω, [[λήγω]], ὁ [[λόγος]] διοίχεται Σοφ. Ο. Κ. 574 (ἐκ διορθώσεως κατά τινα μεταγεν. χφα ἀντὶ διέρχεται)· χὴ [[δίκη]] δ. Εὐρ. Ἱκέτ. 530. | |lstext='''διοίχομαι''': μέλλ. -οιχήσομαι· πρκμ. -οίχημαι Ἡρόδ. 4. 136· ἀποθ.· -ἐντελῶς ἔχω παρέλθει· ἐπὶ χρόνου, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ προσώπων, παρῆλθον καὶ ἀπῆλθον, ἐχάθην, Λατ. periisse, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 133, Σοφ. Αἴ. 973, Εὐρ., κτλ.· σπάν. παρὰ πεζοῖς, ὡς Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Φαίδωνι 87 Ε. ΙΙ. τελειώνω, [[λήγω]], ὁ [[λόγος]] διοίχεται Σοφ. Ο. Κ. 574 (ἐκ διορθώσεως κατά τινα μεταγεν. χφα ἀντὶ διέρχεται)· χὴ [[δίκη]] δ. Εὐρ. Ἱκέτ. 530. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:20, 1 October 2022
English (LSJ)
fut. -οιχήσομαι: pf. A διοίχημαι Hdt.4.136:—to be quite gone by, my doom is sealed ἡμέραι διοίχηνται Id. l. c.; of persons and things, to be clean gone, to have perished, τἀμὰ γὰρ διοίχεται A.Fr.138, cf. S.Aj.973, E. Or.181 (lyr.), Ar.Th.609, etc.; rare in Prose, Hdt. l.c., Pl.Phd. 87e. II to be gone through, ended, ὁ λόγος διοίχεται S.OC574 (codd. recc. for διέρχεται); χἠ δίκη δ. E.Supp.530.
Spanish (DGE)
• Morfología: [perf. διοίχημαι Hdt.4.136]
1 pasar el tiempo, en sent. temp. concluir αἵ τε ἡμέραι ὑμῖν τοῦ ἀριθμοῦ διοίχηνται se os han pasado los días Hdt.l.c.
•ref. la vida morir ἐμοὶ λιπὼν ἀνίας ... διοίχεται S.Ai.973, τὸ σῶμα ... ταχὺ σαπὲν διοίχοιτο Pl.Phd.87e
•pres. c. valor de perf. concluir, cumplirse χὠ λόγος διοίχεται el discurso ha concluido S.OC 574, χἠ δίκη διοίχεται y la justicia se ha cumplido E.Supp.530.
2 fig. estar perdido, arruinado, morir τἀμὰ γὰρ διοίχεται mi vida ha terminado A.Fr.138, cf. Ec.393, ὅταν δὲ μὴ τύχῃ, διοίχεται E.IA 958, cf. Or.855, Io 765, ὑπὸ γὰρ ἀλγέων ὑπό τε συμφορᾶς διοιχόμεθ', οἰχόμεθα E.Or.181, θεράπευσον ἡμᾶς, εἰ δὲ μή, διοίχομαι Luc.Ocyp.157, cf. Ar.Th.609, AP 5.162 (Asclep.), de los sentidos ὡς ἀλλότρια διοιχόμενα perdidos como si fueran ajenos Longin.10.3.
French (Bailly abrégé)
1 passer, s'écouler;
2 être terminé ; être fini, être perdu.
Étymologie: διά, οἴχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
διοίχομαι: μέλλ. -οιχήσομαι· πρκμ. -οίχημαι Ἡρόδ. 4. 136· ἀποθ.· -ἐντελῶς ἔχω παρέλθει· ἐπὶ χρόνου, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ προσώπων, παρῆλθον καὶ ἀπῆλθον, ἐχάθην, Λατ. periisse, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 133, Σοφ. Αἴ. 973, Εὐρ., κτλ.· σπάν. παρὰ πεζοῖς, ὡς Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Φαίδωνι 87 Ε. ΙΙ. τελειώνω, λήγω, ὁ λόγος διοίχεται Σοφ. Ο. Κ. 574 (ἐκ διορθώσεως κατά τινα μεταγεν. χφα ἀντὶ διέρχεται)· χὴ δίκη δ. Εὐρ. Ἱκέτ. 530.
Greek Monolingual
διοίχομαι (Α) οίχομαι
1. (για χρόνο) περνώ, διαβαίνω
2. (για πρόσωπα και πράγματα) αφανίζομαι, χάνομαι, διαλύομαι
3. λήγω, τελειώνω («ὁ λόγος διοίχεται», «ἡ δίκη διοίχεται»).
Greek Monotonic
διοίχομαι: μέλ. -οιχήσομαι, παρακ. -οίχημαι, αποθ.:
I. έχω εντελώς περάσει, παρέλθει, έχω διαβεί, λέγεται για χρόνο, σε Ηρόδ.· λέγεται για πρόσωπα, παρέρχομαι, απέρχομαι, χάνομαι, αφανίζομαι, Λατ. periisse, σε Σοφ., Ευρ.
II. τελειώνω, λήγω, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
διοίχομαι:
1) проходить, кончаться, истекать: ὁ λόγος διοίχεται Soph. речь (моя) окончена; αἱ ἡμέραι ὑμῖν τοῦ ἀριθμοῦ διοίχηνται (v.l. διοιχέαται) Her. назначенное вам число дней истекло; ἡ δίκη διοίχεται Eur. правосудие совершилось;
2) погибнуть, пропасть (Αἴας διοίχεται Soph.; δ. ὑπὸ συμφορᾶς Eur.; ἀπολομένης τῆς ψυχῆς τὸ σῶμα διοίχοιτο Plat.): διοίχομαι или τἀμὰ διοίχεται Arph. я пропал.
Middle Liddell
fut. -οιχήσομαι perf. -οίχημαι
I. Dep.:— to be quite gone by, of time, Hdt.: of persons, to be clean gone, to have perished, Lat. periisse, Soph., Eur.
II. to be gone through, ended, Soph., Eur.