Μιλήσιος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*milh/sios | |Beta Code=*milh/sios | ||
|Definition=α, ον, [[Milesian]], Hdt.1.17, etc.; [[Μιλήσιοι]], [[οἱ]], the [[Milesians]], Id.5.28, etc.: [[proverb|prov.]], [[πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι]] = the [[Milesians]] were [[mighty]] [[once]] (that was then, this is now; things are different now) Anacr.85; [[Μιλησίη]] (sc. [[χώρα]]), ἡ, Hdt.5.29:—also [[Μιλησιακός]], ή, όν, Plu.Crass. 32, etc.; [[Μιλησιακά]], [[τά]], The [[Milesian tale]]s, title of work by [[Aristides]]:—pecul. fem. [[Μιλησίς]], ίδος, παρθενικαί Parth.Fr.29.6. | |Definition=α, ον, [[Milesian]], Hdt.1.17, etc.; [[Μιλήσιοι]], [[οἱ]], the [[Milesians]], Id.5.28, etc.: [[proverb|prov.]], [[πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι]] = the [[Milesians]] were [[mighty]] [[once]] (that was then, this is now; things are different now) Anacr.85; [[Μιλησίη]] (sc. [[χώρα]]), ἡ, Hdt.5.29:—also [[Μιλησιακός]], ή, όν, Plu.Crass. 32, etc.; [[Μιλησιακά]], [[τά]], The [[Milesian tale]]s, title of work by [[Aristides]]:—pecul. fem. [[Μιλησίς]], ίδος, παρθενικαί Parth.Fr.29.6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />de Milet ; ἡ Μιλησία ([[γῆ]] <i>ou</i> [[χώρα]]) le territoire de Milet.<br />'''Étymologie:''' [[Μίλητος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Μῑλήσιος''': -α, -ον, ὁ ἐκ Μιλήτου, Ἡρόδ., κτλ.· Μιλήσιοι, οἱ, οἱ τῆς Μιλήτου κάτοικοι, ὁ αὐτ. 5. 28, κτλ.· παροιμ., [[πάλαι]] ποτ’ ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι, Ἀνακρ. 85· Μιλησίη (ἐξυπ. [[χώρα]]), ἡ, Ἡρόδ. 5. 29· κτητικ. ἐπίθ., Μιλησιακός, ή, όν, Πλουτ. Κράσσ. 32, κτλ. | |lstext='''Μῑλήσιος''': -α, -ον, ὁ ἐκ Μιλήτου, Ἡρόδ., κτλ.· Μιλήσιοι, οἱ, οἱ τῆς Μιλήτου κάτοικοι, ὁ αὐτ. 5. 28, κτλ.· παροιμ., [[πάλαι]] ποτ’ ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι, Ἀνακρ. 85· Μιλησίη (ἐξυπ. [[χώρα]]), ἡ, Ἡρόδ. 5. 29· κτητικ. ἐπίθ., Μιλησιακός, ή, όν, Πλουτ. Κράσσ. 32, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:20, 1 October 2022
English (LSJ)
α, ον, Milesian, Hdt.1.17, etc.; Μιλήσιοι, οἱ, the Milesians, Id.5.28, etc.: prov., πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι = the Milesians were mighty once (that was then, this is now; things are different now) Anacr.85; Μιλησίη (sc. χώρα), ἡ, Hdt.5.29:—also Μιλησιακός, ή, όν, Plu.Crass. 32, etc.; Μιλησιακά, τά, The Milesian tales, title of work by Aristides:—pecul. fem. Μιλησίς, ίδος, παρθενικαί Parth.Fr.29.6.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Milet ; ἡ Μιλησία (γῆ ou χώρα) le territoire de Milet.
Étymologie: Μίλητος.
Greek (Liddell-Scott)
Μῑλήσιος: -α, -ον, ὁ ἐκ Μιλήτου, Ἡρόδ., κτλ.· Μιλήσιοι, οἱ, οἱ τῆς Μιλήτου κάτοικοι, ὁ αὐτ. 5. 28, κτλ.· παροιμ., πάλαι ποτ’ ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι, Ἀνακρ. 85· Μιλησίη (ἐξυπ. χώρα), ἡ, Ἡρόδ. 5. 29· κτητικ. ἐπίθ., Μιλησιακός, ή, όν, Πλουτ. Κράσσ. 32, κτλ.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α Μιλήσιος, -ία, -ον θηλ. και Μιλησίς και ιων. τ. Μιλησίη)
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο κάτοικος της Μιλήτου, αρχαίας ελληνικής πόλης της Μ. Ασίας
αρχ.
1. μιλησιακός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Μιλησίη
η Μίλητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Μίλητος + κατάλ. -ιος, με συριστικοποίηση του -τ- πριν από -ι·].
Greek Monotonic
Μῑλήσιος: -α, -ον, ο Μιλήσιος (στην καταγωγή), Μιλήσιοι, οἱ, Μιλήσιοι, σε Ηρόδ.· Μιλησίη (ενν. χώρα), ἡ, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
Μῑλήσιος: II ὁ милетец, житель или уроженец Милета Her. etc.
милетский Her. etc.
Middle Liddell
Μῑλήσιος, η, ον
Milesian, Μιλήσιοι, οἱ, the Milesians, Hdt.; Μιλησίη (sc. χώρἀ, Hdt.