αὐθάδεια: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> poét. αὐθαδία A.<i>Pr</i>.436, 1034, S.<i>OT</i> 549, <i>Ant</i>.1028, E.<i>Med</i>.621, 1028, Ar.<i>Th</i>.704, tb. tard. <i>BGU</i> 1187.21 (I a.C.), <i>PGen</i>.31.9 (II d.C.), <i>POxy</i>.2672.14 (III d.C.), <i>PCair.Isidor</i>.74.11 (IV d.C.)<br />[[autocomplacencia]], [[arrogancia]], [[obstinación]], [[orgullo]] μή τοι χλιδῇ δοκεῖτε μηδ' αὐθαδίᾳ σιγᾶν με A.<i>Pr</i>.436, op. [[εὐβουλία]] A.<i>Pr</i>.1034, 1037, εἴ τοι νομίζεις κτῆμα τὴν αὐθαδίαν εἶναι τοῦ νοῦ χωρίς S.<i>OT</i> 549, αὐθαδιᾳ τοι σκαιότητι τ' ὀφλισκάνει S.<i>Ant</i>.1028, αὐθαδίᾳ φίλους ἀπωθεῖ E.<i>Med</i>.621, ὦ δυστάλαινα τῆς ἐμῆς αὐθαδίας E.<i>Med</i>.1028, οἷον ὑμῶν ἐξαράξω τὴν [[ἄγαν]] αὐθαδίαν Ar.<i>Th</i>.704, ἡ δ' αὐ. καὶ [[δυσκολία]] ψέγεται Pl.<i>R</i>.590a, ἡ δ' αὐ. ἐρημίᾳ σύνοικος Pl.<i>Ep</i>.321b, βαρέως [[αὐτοῦ]] τὴν αὐθάδειαν ὑπέφερον Plb.16.22.1, τὴν αὐθάδειαν καὶ τὴν ἀπέχθειαν τῶν Ἀχαιῶν Plb.<i>Fr</i>.38.9.6, de los iberos, Str.3.4.5, ἐπιμένοντας τῇ αὐθαδείᾳ <i>IG</i> 7.2725.27 (Acrefía II a.C.), ὑπεροψίαν τὴν σεμνότητα καὶ τὴν παρρησίαν αὐθάδειαν ἀποκαλοῦντες Plu.<i>Dio</i> 8, πέπαυται [[αὐθάδεια]] καὶ πλοῦτος ἀσεβῶν [[LXX]] <i>Is</i>.24.8, σὺν αὐθαδείᾳ καὶ καταγνώσει I.<i>AI</i> 15.101, cf. 12.29, <i>BI</i> 4.94, τῆς αὐθαδείας δοῦναι τιμωρίαν Ach.Tat.8.8.12, αὐθαδείᾳ πλείονι πρὸς πάντας ἐχρῆτο D.C.<i>Fr</i>.85.1, τὸ δὲ αὐθαδείας τεκμήριον Clem.Al.<i>Paed</i>.2.7.58, μεγαλοφροσύνη πάσης αὐθαδείας καθαρεύουσα Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.681C<br /><b class="num">•</b>definido por Aristóteles como extremo de una oposición con la [[ἀρέσκεια]] cuyo término medio es la σεμνότης: σεμνότης δὲ μεσότης αὐθαδείας καὶ ἀρεσκείας Arist.<i>EE</i> 1233<sup>b</sup>34, cf. 1221<sup>a</sup>8, <i>MM</i> 1192<sup>b</sup>30<br /><b class="num">•</b>[[antipatía]], [[grosería]] uno de los caracteres descritos por Teofrasto, Thphr.<i>Char</i>.15.1<br /><b class="num">•</b>[[insolencia]], [[osadía]] c. idea de agresividad βίᾳ καὶ αὐθαδίᾳ [συ] νχρησάμενοι <i>BGU</i> [[l.c.]], cf. <i>PGen</i>.l.c., <i>POxy</i>.l.c., <i>PCair.Isidor</i>.l.c. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> poét. αὐθαδία A.<i>Pr</i>.436, 1034, S.<i>OT</i> 549, <i>Ant</i>.1028, E.<i>Med</i>.621, 1028, Ar.<i>Th</i>.704, tb. tard. <i>BGU</i> 1187.21 (I a.C.), <i>PGen</i>.31.9 (II d.C.), <i>POxy</i>.2672.14 (III d.C.), <i>PCair.Isidor</i>.74.11 (IV d.C.)<br />[[autocomplacencia]], [[arrogancia]], [[obstinación]], [[orgullo]] μή τοι χλιδῇ δοκεῖτε μηδ' αὐθαδίᾳ σιγᾶν με A.<i>Pr</i>.436, op. [[εὐβουλία]] A.<i>Pr</i>.1034, 1037, εἴ τοι νομίζεις κτῆμα τὴν αὐθαδίαν εἶναι τοῦ νοῦ χωρίς S.<i>OT</i> 549, αὐθαδιᾳ τοι σκαιότητι τ' ὀφλισκάνει S.<i>Ant</i>.1028, αὐθαδίᾳ φίλους ἀπωθεῖ E.<i>Med</i>.621, ὦ δυστάλαινα τῆς ἐμῆς αὐθαδίας E.<i>Med</i>.1028, οἷον ὑμῶν ἐξαράξω τὴν [[ἄγαν]] αὐθαδίαν Ar.<i>Th</i>.704, ἡ δ' αὐ. καὶ [[δυσκολία]] ψέγεται Pl.<i>R</i>.590a, ἡ δ' αὐ. ἐρημίᾳ σύνοικος Pl.<i>Ep</i>.321b, βαρέως [[αὐτοῦ]] τὴν αὐθάδειαν ὑπέφερον Plb.16.22.1, τὴν αὐθάδειαν καὶ τὴν ἀπέχθειαν τῶν Ἀχαιῶν Plb.<i>Fr</i>.38.9.6, de los iberos, Str.3.4.5, ἐπιμένοντας τῇ αὐθαδείᾳ <i>IG</i> 7.2725.27 (Acrefía II a.C.), ὑπεροψίαν τὴν σεμνότητα καὶ τὴν παρρησίαν αὐθάδειαν ἀποκαλοῦντες Plu.<i>Dio</i> 8, πέπαυται [[αὐθάδεια]] καὶ πλοῦτος ἀσεβῶν [[LXX]] <i>Is</i>.24.8, σὺν αὐθαδείᾳ καὶ καταγνώσει I.<i>AI</i> 15.101, cf. 12.29, <i>BI</i> 4.94, τῆς αὐθαδείας δοῦναι τιμωρίαν Ach.Tat.8.8.12, αὐθαδείᾳ πλείονι πρὸς πάντας ἐχρῆτο D.C.<i>Fr</i>.85.1, τὸ δὲ αὐθαδείας τεκμήριον Clem.Al.<i>Paed</i>.2.7.58, μεγαλοφροσύνη πάσης αὐθαδείας καθαρεύουσα Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.681C<br /><b class="num">•</b>definido por Aristóteles como extremo de una oposición con la [[ἀρέσκεια]] cuyo término medio es la σεμνότης: σεμνότης δὲ μεσότης αὐθαδείας καὶ ἀρεσκείας Arist.<i>EE</i> 1233<sup>b</sup>34, cf. 1221<sup>a</sup>8, <i>MM</i> 1192<sup>b</sup>30<br /><b class="num">•</b>[[antipatía]], [[grosería]] uno de los caracteres descritos por Teofrasto, Thphr.<i>Char</i>.15.1<br /><b class="num">•</b>[[insolencia]], [[osadía]] c. idea de agresividad βίᾳ καὶ αὐθαδίᾳ [συ] νχρησάμενοι <i>BGU</i> [[l.c.]], cf. <i>PGen</i>.l.c., <i>POxy</i>.l.c., <i>PCair.Isidor</i>.l.c. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>poét.</i> [[αὐθαδία]];<br />ας (ἡ) :<br />confiance présomptueuse, suffisance, infatuation, arrogance.<br />'''Étymologie:''' [[αὐθάδης]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐθάδεια''': ποιητ. -ία, ἡ, αὐθαιρεσία, [[ἐπιμονή]], ἰσχυρογνωμοσύνη, [[προπέτεια]], [[ἀπειθαρχία]], [[ἀπότομος]] [[τρόπος]], τὸ δυσήνιον, [[ἀλαζονεία]], τὴν δ’ ἐμὴν αὐθαδίαν ὀργῆς τε τραχύτητα μὴ ᾿πίπλησσέ μοι Αἰσχύλ. Πρ. 79, Σοφ. Ο.Τ. 549, Ἀριστοφ. Θεσμ. 704, κτλ. (ἐν τῷ ποιητ. τύπ.), Πλάτ. Πολ. 590Α, κτλ. (κατὰ τὸν κοινὸν τύπον)· ἀντίθ. τῷ [[εὐβουλία]]. Αἰσχύλ. Πρ. 1034, 1036· τῷ [[ἀρέσκεια]], Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 7· αὐθαδίαν αὐθάδίᾳ [ἐξελεύνειν] Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 13· ἡ αὐθ. τῶν συνθηκῶν Διον. Ἁλ. 9. 17. | |lstext='''αὐθάδεια''': ποιητ. -ία, ἡ, αὐθαιρεσία, [[ἐπιμονή]], ἰσχυρογνωμοσύνη, [[προπέτεια]], [[ἀπειθαρχία]], [[ἀπότομος]] [[τρόπος]], τὸ δυσήνιον, [[ἀλαζονεία]], τὴν δ’ ἐμὴν αὐθαδίαν ὀργῆς τε τραχύτητα μὴ ᾿πίπλησσέ μοι Αἰσχύλ. Πρ. 79, Σοφ. Ο.Τ. 549, Ἀριστοφ. Θεσμ. 704, κτλ. (ἐν τῷ ποιητ. τύπ.), Πλάτ. Πολ. 590Α, κτλ. (κατὰ τὸν κοινὸν τύπον)· ἀντίθ. τῷ [[εὐβουλία]]. Αἰσχύλ. Πρ. 1034, 1036· τῷ [[ἀρέσκεια]], Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 7· αὐθαδίαν αὐθάδίᾳ [ἐξελεύνειν] Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 13· ἡ αὐθ. τῶν συνθηκῶν Διον. Ἁλ. 9. 17. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:25, 1 October 2022
English (LSJ)
[θᾱ], poet. and later Prose (SIG1243.27) αὐθαδία, ἡ, wilfulness, stubbornness, A.Pr.79, S.OT549, Ar.Th.704, Pl.R.590a, BGU 1187.21 (i B. C.), IG7.2725.27 (Acraephia, ii A. D.), etc.; opp. εὐβουλία, A.Pr.1034; surliness, Thphr.Char.15.1; mean between ἀρέσκεια and σεμνότης, Arist.EE1221a8; αὐθαδίαν αὐθαδίᾳ [ἐξελαύνειν] Antiph.300.4; ἡ αὐθάδεια τῶν συνθηκῶν ὅτι οὐ μετὰ κοινῆς γνώμης αὐτὰς ἔπραξεν D.H.9.17.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): poét. αὐθαδία A.Pr.436, 1034, S.OT 549, Ant.1028, E.Med.621, 1028, Ar.Th.704, tb. tard. BGU 1187.21 (I a.C.), PGen.31.9 (II d.C.), POxy.2672.14 (III d.C.), PCair.Isidor.74.11 (IV d.C.)
autocomplacencia, arrogancia, obstinación, orgullo μή τοι χλιδῇ δοκεῖτε μηδ' αὐθαδίᾳ σιγᾶν με A.Pr.436, op. εὐβουλία A.Pr.1034, 1037, εἴ τοι νομίζεις κτῆμα τὴν αὐθαδίαν εἶναι τοῦ νοῦ χωρίς S.OT 549, αὐθαδιᾳ τοι σκαιότητι τ' ὀφλισκάνει S.Ant.1028, αὐθαδίᾳ φίλους ἀπωθεῖ E.Med.621, ὦ δυστάλαινα τῆς ἐμῆς αὐθαδίας E.Med.1028, οἷον ὑμῶν ἐξαράξω τὴν ἄγαν αὐθαδίαν Ar.Th.704, ἡ δ' αὐ. καὶ δυσκολία ψέγεται Pl.R.590a, ἡ δ' αὐ. ἐρημίᾳ σύνοικος Pl.Ep.321b, βαρέως αὐτοῦ τὴν αὐθάδειαν ὑπέφερον Plb.16.22.1, τὴν αὐθάδειαν καὶ τὴν ἀπέχθειαν τῶν Ἀχαιῶν Plb.Fr.38.9.6, de los iberos, Str.3.4.5, ἐπιμένοντας τῇ αὐθαδείᾳ IG 7.2725.27 (Acrefía II a.C.), ὑπεροψίαν τὴν σεμνότητα καὶ τὴν παρρησίαν αὐθάδειαν ἀποκαλοῦντες Plu.Dio 8, πέπαυται αὐθάδεια καὶ πλοῦτος ἀσεβῶν LXX Is.24.8, σὺν αὐθαδείᾳ καὶ καταγνώσει I.AI 15.101, cf. 12.29, BI 4.94, τῆς αὐθαδείας δοῦναι τιμωρίαν Ach.Tat.8.8.12, αὐθαδείᾳ πλείονι πρὸς πάντας ἐχρῆτο D.C.Fr.85.1, τὸ δὲ αὐθαδείας τεκμήριον Clem.Al.Paed.2.7.58, μεγαλοφροσύνη πάσης αὐθαδείας καθαρεύουσα Isid.Pel.Ep.M.78.681C
•definido por Aristóteles como extremo de una oposición con la ἀρέσκεια cuyo término medio es la σεμνότης: σεμνότης δὲ μεσότης αὐθαδείας καὶ ἀρεσκείας Arist.EE 1233b34, cf. 1221a8, MM 1192b30
•antipatía, grosería uno de los caracteres descritos por Teofrasto, Thphr.Char.15.1
•insolencia, osadía c. idea de agresividad βίᾳ καὶ αὐθαδίᾳ [συ] νχρησάμενοι BGU l.c., cf. PGen.l.c., POxy.l.c., PCair.Isidor.l.c.
French (Bailly abrégé)
poét. αὐθαδία;
ας (ἡ) :
confiance présomptueuse, suffisance, infatuation, arrogance.
Étymologie: αὐθάδης.
Greek (Liddell-Scott)
αὐθάδεια: ποιητ. -ία, ἡ, αὐθαιρεσία, ἐπιμονή, ἰσχυρογνωμοσύνη, προπέτεια, ἀπειθαρχία, ἀπότομος τρόπος, τὸ δυσήνιον, ἀλαζονεία, τὴν δ’ ἐμὴν αὐθαδίαν ὀργῆς τε τραχύτητα μὴ ᾿πίπλησσέ μοι Αἰσχύλ. Πρ. 79, Σοφ. Ο.Τ. 549, Ἀριστοφ. Θεσμ. 704, κτλ. (ἐν τῷ ποιητ. τύπ.), Πλάτ. Πολ. 590Α, κτλ. (κατὰ τὸν κοινὸν τύπον)· ἀντίθ. τῷ εὐβουλία. Αἰσχύλ. Πρ. 1034, 1036· τῷ ἀρέσκεια, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 7· αὐθαδίαν αὐθάδίᾳ [ἐξελεύνειν] Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 13· ἡ αὐθ. τῶν συνθηκῶν Διον. Ἁλ. 9. 17.
Greek Monolingual
η (AM αὐθάδεια) αυθάδης
θράσος
αρχ.
1. ισχυρογνωμοσύνη, πείσμα
2. σκληρότητα ή τραχύτητα χαρακτήρα
3. (για έργα τέχνης) εκφραστική ακαμψία, τραχύτητα
4. αλαζονεία.
Greek Monotonic
αὐθάδεια: ποιητ. -ία, ἡ, αυθαιρεσία, επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη, απειθαρχία, αλαζονεία, σε Αισχύλ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
αὐθάδεια: поэт. αὐθᾱδία ἡ самоуверенность, самонадеянность, самомнение, самодовольство или своенравие Trag., Arph., Plat., Arst., Polyb., Plut.
Middle Liddell
[From αὐθάδης
self-will, wilfulness, stubbornness, contumacy, presumption, Aesch., etc.