κυναγός: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1531.png Seite 1531]] dor. u. poet. = κυνηγός. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1531.png Seite 1531]] dor. u. poet. = κυνηγός. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>dor. c.</i> [[κυνηγός]].<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[ἄγω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠνᾱγός''': Δωρ. ἀντὶ κυνηγός, (ἄγω) ὁ ὁδηγῶν ἢ ἄγων τοὺς κυνηγετικοὺς κύνας, κυνηγὸς ὡς καὶ νῦν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 694, κτλ.· τὴν κυναγὸν Ἄρτεμιν Σοφ. Ἠλ. 563· [[οὕτως]], κυναγὲ παρσένε, παρθένε κυνηγέ, Ἀριστοφ. Λυσ. 1272· ― θηλ. [[κυνηγίς]], ίδος, [[ὄνομα]] κωμῳδίας τινὸς τοῦ Φιλεταίρου. ― Ὁ [[τύπος]] κυνηγὸς φαίνεται πρῶτον παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 32, 3. Οἱ Ἀττ. ποιηταὶ ἀείποτε χρῶνται τῷ τύπῳ κυνᾱγὸς ἔτι καὶ ἐν ἰάμβοις, Φρύν. σ. 428, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρέστ. 26, καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[λοχαγός]]· πιθανῶς θὰ ἔλεγον καὶ κυνᾱγία, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 109 (ἰαμβ.), καὶ οὕτω διώρθωσεν ὁ Elmsl. ἐν Βάκχ. 339, Σοφ. Αἴ. 37. Ἀλλ’ [[ὅμως]] ἀείποτε ἔλεγον [[κυνηγέτης]], καὶ ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] ἦτο ὁ [[συνήθης]] ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ. | |lstext='''κῠνᾱγός''': Δωρ. ἀντὶ κυνηγός, (ἄγω) ὁ ὁδηγῶν ἢ ἄγων τοὺς κυνηγετικοὺς κύνας, κυνηγὸς ὡς καὶ νῦν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 694, κτλ.· τὴν κυναγὸν Ἄρτεμιν Σοφ. Ἠλ. 563· [[οὕτως]], κυναγὲ παρσένε, παρθένε κυνηγέ, Ἀριστοφ. Λυσ. 1272· ― θηλ. [[κυνηγίς]], ίδος, [[ὄνομα]] κωμῳδίας τινὸς τοῦ Φιλεταίρου. ― Ὁ [[τύπος]] κυνηγὸς φαίνεται πρῶτον παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 32, 3. Οἱ Ἀττ. ποιηταὶ ἀείποτε χρῶνται τῷ τύπῳ κυνᾱγὸς ἔτι καὶ ἐν ἰάμβοις, Φρύν. σ. 428, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρέστ. 26, καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[λοχαγός]]· πιθανῶς θὰ ἔλεγον καὶ κυνᾱγία, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 109 (ἰαμβ.), καὶ οὕτω διώρθωσεν ὁ Elmsl. ἐν Βάκχ. 339, Σοφ. Αἴ. 37. Ἀλλ’ [[ὅμως]] ἀείποτε ἔλεγον [[κυνηγέτης]], καὶ ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] ἦτο ὁ [[συνήθης]] ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:30, 1 October 2022
English (LSJ)
Dor. for κυνηγός, (ἄγω)
A hound-leader, i.e. huntsman, A. Ag.695 (lyr.), etc.; as adjective, τὴν κυναγὸν Ἄρτεμιν S.El.563; κυναγὲ παρσένε = huntress-maid, Ar.Lys.1270 (lyr.); Ἔρως ὁ Κύπριδος κ. Tim. Com.2:—fem. κυνηγίς, ίδος, huntress, name of a comedy by Philetaerus; also (sc. ναῦς), hunting-boat, Theb.Ostr.77 (i A.D.).— Trag. and Com. use κυναγός even in trim., cf. Phryn.399, and v. κυνηγία:—later κυνηγός Arist.HA579b28, Callix.2, PPetr.3p.115 (iii B.C.), SIG459.2 (Beroea, iii B.C.), D.S.2.25, Plu.Luc.8; = Lat. bestiarius, gladiator who fights with beasts, Just.Nov.115.3.10; κυναγός in this sense, Milet.1(9).314.
German (Pape)
[Seite 1531] dor. u. poet. = κυνηγός.
French (Bailly abrégé)
dor. c. κυνηγός.
Étymologie: κύων, ἄγω.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνᾱγός: Δωρ. ἀντὶ κυνηγός, (ἄγω) ὁ ὁδηγῶν ἢ ἄγων τοὺς κυνηγετικοὺς κύνας, κυνηγὸς ὡς καὶ νῦν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 694, κτλ.· τὴν κυναγὸν Ἄρτεμιν Σοφ. Ἠλ. 563· οὕτως, κυναγὲ παρσένε, παρθένε κυνηγέ, Ἀριστοφ. Λυσ. 1272· ― θηλ. κυνηγίς, ίδος, ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Φιλεταίρου. ― Ὁ τύπος κυνηγὸς φαίνεται πρῶτον παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 32, 3. Οἱ Ἀττ. ποιηταὶ ἀείποτε χρῶνται τῷ τύπῳ κυνᾱγὸς ἔτι καὶ ἐν ἰάμβοις, Φρύν. σ. 428, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρέστ. 26, καὶ ἴδε ἐν λέξ. λοχαγός· πιθανῶς θὰ ἔλεγον καὶ κυνᾱγία, ὅπερ ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 109 (ἰαμβ.), καὶ οὕτω διώρθωσεν ὁ Elmsl. ἐν Βάκχ. 339, Σοφ. Αἴ. 37. Ἀλλ’ ὅμως ἀείποτε ἔλεγον κυνηγέτης, καὶ ὁ τύπος οὗτος ἦτο ὁ συνήθης ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ.
Greek Monolingual
κυναγός, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κυνηγός.
Greek Monotonic
κῠνᾱγός: ὁ, ἡ, Δωρ. και Αττ. αντί κυνηγός (ἄγω)· αυτός που οδηγεί τα κυνηγετικά σκυλιά, σε Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κῠνᾱγός: ὁ и ἡ дор. = κυνηγός.
Middle Liddell
κῠν-ᾱγός, οῦ, [doric and attic for κυνηγός [ἄγω]
a hound-leader, i. e. a huntsman, Aesch., Soph.