κατηγόρημα: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1400.png Seite 1400]] τό, das Angeschuldigte, Gegenstand der Anklage, Anklagepunkt, Verbrechen; Din. 1, 1; πρὸς αὐτὰ τὰ τοῦ τρόπου σοῦ βαδιοῦμαι κατηγορήματα Dem. 18, 263; Anklage, Plat. Legg. VI, 765 b; allgemeiner, Anzeige, Zeichen, Sp.; – das, was von Einem ausgesagt wird, Prädikat, Arist. Metaphvs. 6, 1 u. Folgde. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1400.png Seite 1400]] τό, das Angeschuldigte, Gegenstand der Anklage, Anklagepunkt, Verbrechen; Din. 1, 1; πρὸς αὐτὰ τὰ τοῦ τρόπου σοῦ βαδιοῦμαι κατηγορήματα Dem. 18, 263; Anklage, Plat. Legg. VI, 765 b; allgemeiner, Anzeige, Zeichen, Sp.; – das, was von Einem ausgesagt wird, Prädikat, Arist. Metaphvs. 6, 1 u. Folgde. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />accusation, reproche, blâme.<br />'''Étymologie:''' [[κατηγορέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατηγόρημα''': τό, τὸ κακούργημα ἢ [[ἔγκλημα]], δι’ ὃ γίνεται ἡ [[κατηγορία]], Πλάτ. Νόμ. 765Β. 881E· τὰ τοῦ τρόπου σου κατηγορήματα Δημ. 314. 21, πρβλ. Δείναρχ. 90. 6. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, κατηγορούμενον δηλ. τὸ περὶ τοῦ ὑποκειμένου λεγόμενον, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 11. 4, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 2, 2, Κικ. Tusc. 4. 9. 2) = [[κατηγορία]] ΙΙ, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 1, 5, Φυσ. 3. 1, 4·― [[σημεῖον]], [[σημείωσις]], Πολέμ. Φυσιογν. 1. 15. | |lstext='''κατηγόρημα''': τό, τὸ κακούργημα ἢ [[ἔγκλημα]], δι’ ὃ γίνεται ἡ [[κατηγορία]], Πλάτ. Νόμ. 765Β. 881E· τὰ τοῦ τρόπου σου κατηγορήματα Δημ. 314. 21, πρβλ. Δείναρχ. 90. 6. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, κατηγορούμενον δηλ. τὸ περὶ τοῦ ὑποκειμένου λεγόμενον, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 11. 4, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 2, 2, Κικ. Tusc. 4. 9. 2) = [[κατηγορία]] ΙΙ, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 1, 5, Φυσ. 3. 1, 4·― [[σημεῖον]], [[σημείωσις]], Πολέμ. Φυσιογν. 1. 15. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:15, 1 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A accusation, charge, Gorg.Pal.22, Pl.Lg.765b, 881e, PFrankf.7B3 (iii B.C.); τὰ τοῦ τρόπου σου κ. D.18.263, cf. Din.1.1, D.H.7.64; τοῦτο φωνῆς κ. this is the fault of... A.D.Pron.27.25. II in Logic, predicate, Arist.Int.20b32, Metaph.1053b19, etc.; οὐκ εὔοδον τὸ ἁπλοῖν ἐστι κ. Epicur.Fr.18. 2 head of predicables, Arist.Metaph.1028a33,Ph.201a1, Zeno Stoic.1.25, etc.; περὶ κατηγορημάτων Sphaer.ib.140. III sign, indication, ὁ ἐπικεκυφὼς τράχηλος μωροῦ ἀνδρὸς κ. Polem.Phgn. 36.
German (Pape)
[Seite 1400] τό, das Angeschuldigte, Gegenstand der Anklage, Anklagepunkt, Verbrechen; Din. 1, 1; πρὸς αὐτὰ τὰ τοῦ τρόπου σοῦ βαδιοῦμαι κατηγορήματα Dem. 18, 263; Anklage, Plat. Legg. VI, 765 b; allgemeiner, Anzeige, Zeichen, Sp.; – das, was von Einem ausgesagt wird, Prädikat, Arist. Metaphvs. 6, 1 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
accusation, reproche, blâme.
Étymologie: κατηγορέω.
Greek (Liddell-Scott)
κατηγόρημα: τό, τὸ κακούργημα ἢ ἔγκλημα, δι’ ὃ γίνεται ἡ κατηγορία, Πλάτ. Νόμ. 765Β. 881E· τὰ τοῦ τρόπου σου κατηγορήματα Δημ. 314. 21, πρβλ. Δείναρχ. 90. 6. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, κατηγορούμενον δηλ. τὸ περὶ τοῦ ὑποκειμένου λεγόμενον, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 11. 4, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 2, 2, Κικ. Tusc. 4. 9. 2) = κατηγορία ΙΙ, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 1, 5, Φυσ. 3. 1, 4·― σημεῖον, σημείωσις, Πολέμ. Φυσιογν. 1. 15.
Greek Monolingual
και κατηγόρεμα, το (AM κατηγόρημα, Μ και κατηγόρημαν) κατηγορῶ
(λογ.) αυτό που λέγεται για το υποκείμενο, η ιδιότητα, η ενέργεια, το πάθος και γενικά καθετί που αποδίδεται σε κάποιον ή σε κάτι, δηλ. στο υποκείμενο
νεοελλ.
1. η πράξη ή η ιδιότητα για την οποία κατηγορείται κάποιος, το αντικείμενο της κατηγορίας
2. κύριος όρος της προτάσεως, ο οποίος αποδίδεται στο υποκείμενο της και εκφέρεται είτε μονολεκτικός, οπότε είναι ρήμα, είτε περιφραστικώς, οπότε αποτελείται από ένα συνδετικό ρήμα και από το κατηγορούμενο, π.χ. «ο ήλιος λάμπει», «ἁπλοῦς ὁ μῡθος τῆς ἀληθείας ἔφυ»
μσν.
φρ. «πίπτω εἰς κατηγόρημα» — εκτίθεμαι σε κατηγορία, κατηγορούμαι
μσν.-αρχ.
κατηγορία, μομφή («ἓν τε τῇ δοκιμασίᾳ κατηγόρημα ἕν ἔστω», Πλάτ.)
αρχ.
1. γεγονός ή ενέργεια η οποία φανερώνει κάτι, ένδειξη
2. σημείο, σημείωση.
Greek Monotonic
κατηγόρημα: -ατος, τό, κατηγορία, καταγγελία, σε Πλάτ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
κατηγόρημα: ατος τό
1) порицание (τοῦ τρόπου σου Dem.);
2) обвинение: τῶν κατηγορημάτων τῶν μεγίστων εἶναι Plat. быть одним из главных пунктов обвинения;
3) филос. высказывание, предикат Arst.;
4) = κατηγορία 2.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατηγόρημα -τος, τό [κατηγορέω] aanklacht, beschuldiging.
Middle Liddell
κατηγόρημα, ατος, τό,
an accusation, charge, Plat., Dem.