παραμπέχω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0490.png Seite 490]] u. παραμπίσχω (s. [[ἀμπέχω]]), umhüllen, bedecken; Eur. Med. 285 οὐδὲν δεῖ παραμπέχειν λόγους, Schol. κρύπτειν; – οὐ τὸ [[σῶμα]] παρήμπισχεν, Arist. rhet. 3, 3. – Im med. gew. übtr. als Deckmantel, Vorwand brauchen, vorschützen, Hippocr. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0490.png Seite 490]] u. παραμπίσχω (s. [[ἀμπέχω]]), umhüllen, bedecken; Eur. Med. 285 οὐδὲν δεῖ παραμπέχειν λόγους, Schol. κρύπτειν; – οὐ τὸ [[σῶμα]] παρήμπισχεν, Arist. rhet. 3, 3. – Im med. gew. übtr. als Deckmantel, Vorwand brauchen, vorschützen, Hippocr. u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=alléguer, donner en prétexte, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀμπέχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραμπέχω''': ἢ -ίσχω, μέλλ. -αμφέξω: ἀόριστ. -ήμπισχον. Παρακαλύπτω, οὐ τὸ [[σῶμα]] παρήμπισχεν, ἀλλὰ τὴν τοῦ σώματος αἰσχύνην Ἀλκιδάμ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 3, 3. 2) [[κρύπτω]], οὐδὲν δεῖ παραμπίσχειν λόγους Εὐρ. Μήδ. 282 ([[ἔνθα]] ὁ Ἕρμανν. οὐ γὰρ ἀμπέχειν)· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, παρακαλύπτομαι, [[προφασίζομαι]], μετ’ αἰτ. Ἱππ. 301. 40.
|lstext='''παραμπέχω''': ἢ -ίσχω, μέλλ. -αμφέξω: ἀόριστ. -ήμπισχον. Παρακαλύπτω, οὐ τὸ [[σῶμα]] παρήμπισχεν, ἀλλὰ τὴν τοῦ σώματος αἰσχύνην Ἀλκιδάμ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 3, 3. 2) [[κρύπτω]], οὐδὲν δεῖ παραμπίσχειν λόγους Εὐρ. Μήδ. 282 ([[ἔνθα]] ὁ Ἕρμανν. οὐ γὰρ ἀμπέχειν)· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, παρακαλύπτομαι, [[προφασίζομαι]], μετ’ αἰτ. Ἱππ. 301. 40.
}}
{{bailly
|btext=alléguer, donner en prétexte, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀμπέχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραμπέχω Medium diacritics: παραμπέχω Low diacritics: παραμπέχω Capitals: ΠΑΡΑΜΠΕΧΩ
Transliteration A: parampéchō Transliteration B: parampechō Transliteration C: parampecho Beta Code: parampe/xw

English (LSJ)

or παραμπίσχω,
A cover with a cloak or robe, τὴν τοῦ σώματος αἰσχύνην Alcid. ap. Arist.Rh.1406a29.
2 wrap a thing round as a cloak or disguise: metaph., παραμπίσχειν (v.l. παραμπέχειν) λόγους use a cloak of words, E.Med.282:—Med., allege as a pretext, c. acc., Hp. Morb.Sacr.1.

German (Pape)

[Seite 490] u. παραμπίσχω (s. ἀμπέχω), umhüllen, bedecken; Eur. Med. 285 οὐδὲν δεῖ παραμπέχειν λόγους, Schol. κρύπτειν; – οὐ τὸ σῶμα παρήμπισχεν, Arist. rhet. 3, 3. – Im med. gew. übtr. als Deckmantel, Vorwand brauchen, vorschützen, Hippocr. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

alléguer, donner en prétexte, acc..
Étymologie: παρά, ἀμπέχω.

Greek (Liddell-Scott)

παραμπέχω: ἢ -ίσχω, μέλλ. -αμφέξω: ἀόριστ. -ήμπισχον. Παρακαλύπτω, οὐ τὸ σῶμα παρήμπισχεν, ἀλλὰ τὴν τοῦ σώματος αἰσχύνην Ἀλκιδάμ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 3, 3. 2) κρύπτω, οὐδὲν δεῖ παραμπίσχειν λόγους Εὐρ. Μήδ. 282 (ἔνθα ὁ Ἕρμανν. οὐ γὰρ ἀμπέχειν)· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, παρακαλύπτομαι, προφασίζομαι, μετ’ αἰτ. Ἱππ. 301. 40.

Greek Monolingual

και παραμπίσχω Α
1. καλύπτω με μανδύα ή ένδυμα, σκεπάζω
2. μεταμορφώνω, μεταμφιέζω
3. μέσ. παραμπέχομαι
προβάλλω ως πρόσχημα, προφασίζομαι
4. μτφ. αποκρύπτω τις σκέψεις μου με λόγια («οὐδὲν δεῖ παραμπέχειν λόγους», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἄμπέχω / ἀμπίσχω «περιβάλλω»].

Greek Monotonic

παραμπέχω: ή -αμπίσχω, μέλ. -αμφέξω, αόρ. βʹ -ήμπισχον· τυλίγω κάτι γύρω μου ως μανδύα· μεταφ., παραμπέχω λόγους, χρησιμοποιώ προσχήματα, προφασίζομαι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

παραμπέχω: укрывать, скрывать, таить (οὐδὲν δεῖ π. λόγους Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αμπέχω en παρ-αμπίσχω act. omhullen: overdr.. οὐδὲν δεῖ παραμπίσχειν λόγους het is niet nodig mijn woorden te verhullen Eur. Med. 282. med. als excuus gebruiken:. παραμπεχόμενοι... τὸ θεῖον het goddelijke als excuus gebruikend Hp. Morb. Sacr. 1.

Middle Liddell

or -αμπίσχω fut. -αμφέξω aor2 -ήμπισχον
to wrap a thing round as a cloak: metaph., π. λόγους to use a cloak of words, Eur.