περιποίησις: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0588.png Seite 588]] ἡ, das Erhalten, Erübrigen, Erwerben, N. T. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0588.png Seite 588]] ἡ, das Erhalten, Erübrigen, Erwerben, N. T. u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de sauver d'un danger, conservation;<br /><b>2</b> acquisition ; possession.<br />'''Étymologie:''' [[περιποιέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιποίησις''': ἡ, ἀσφαλὴς [[διατήρησις]], Ὅρ. Πλάτ. 415C, Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΙΔ΄, 13), Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ι΄, 39· ― ἐν τῇ πρὸς Ἐφεσ. α΄, 14, τῆς περιποιήσεως φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] = τῶν περιποιηθέντων, τῶν διασωθέντων. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) τό, κτᾶσθαί τι, [[κτῆσις]], Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Θεσσ. ε΄, 9, Β΄, β΄, 14. 2) [[κτῆσις]], [[κατοχή]], Α΄, Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 9.
|lstext='''περιποίησις''': ἡ, ἀσφαλὴς [[διατήρησις]], Ὅρ. Πλάτ. 415C, Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΙΔ΄, 13), Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ι΄, 39· ― ἐν τῇ πρὸς Ἐφεσ. α΄, 14, τῆς περιποιήσεως φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] = τῶν περιποιηθέντων, τῶν διασωθέντων. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) τό, κτᾶσθαί τι, [[κτῆσις]], Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Θεσσ. ε΄, 9, Β΄, β΄, 14. 2) [[κτῆσις]], [[κατοχή]], Α΄, Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 9.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de sauver d'un danger, conservation;<br /><b>2</b> acquisition ; possession.<br />'''Étymologie:''' [[περιποιέω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 08:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιποίησις Medium diacritics: περιποίησις Low diacritics: περιποίησις Capitals: ΠΕΡΙΠΟΙΗΣΙΣ
Transliteration A: peripoíēsis Transliteration B: peripoiēsis Transliteration C: peripoiisis Beta Code: peripoi/hsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A keeping safe, preservation, Pl.Def.415c, LXX 2 Ch.14.13(12), Ma.3.17, Ep.Hebr.10.39. 2 concrete, those who are saved, Ep.Eph.1.14. II gaining possession of, acquisition, 1 Ep.Thess.5.9, 2 Ep.Thess.2.14, PTeb. 317.26 (ii A. D.), Vett.Val.85.16, Just.Edict.13.15; procuring, A.D. Synt.294.9. 2 λαὸς εἰς περιποίησιν, = λ. περιούσιος, 1 Ep.Pet.2.9.

German (Pape)

[Seite 588] ἡ, das Erhalten, Erübrigen, Erwerben, N. T. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de sauver d'un danger, conservation;
2 acquisition ; possession.
Étymologie: περιποιέω.

Greek (Liddell-Scott)

περιποίησις: ἡ, ἀσφαλὴς διατήρησις, Ὅρ. Πλάτ. 415C, Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΙΔ΄, 13), Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ι΄, 39· ― ἐν τῇ πρὸς Ἐφεσ. α΄, 14, τῆς περιποιήσεως φαίνεται ὅτι εἶναι = τῶν περιποιηθέντων, τῶν διασωθέντων. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) τό, κτᾶσθαί τι, κτῆσις, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Θεσσ. ε΄, 9, Β΄, β΄, 14. 2) κτῆσις, κατοχή, Α΄, Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 9.

English (Strong)

from περιποιέομαι; acquisition (the act or the thing); by extension, preservation: obtain(-ing), peculiar, purchased, possession, saving.

English (Thayer)

(περιρραίνω) (Tdf. περιραίνω, with one rho ῥ; see Rho): perfect passive participle, περιρεραμμενος (cf. Mu); (περί and ῤαίνω to sprinkle); to sprinkle around, besprinkle: ἱμάτιον, passive, Tdf. (others, βεβαμμένον (except WH ῥεραντισμενον, see ῤαντίζω, and their Appendix at the passage)). (Aristophanes, Menander, Philo, Plutarch, others; the Sept..)

Greek Monotonic

περιποίησις: ἡ,
I. ασφαλής διατήρηση, συντήρηση, σε Καινή Διαθήκη
II. 1. (από Μέσ.), επικερδής κατοχή, απόκτημα, απόκτηση, στο ίδ.
2. κατοχή, κτήση, στο ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιποίησις -εως, ἡ [περιποιέω] redding:. εἰς περιποίησιν ψυχῆς tot redding van de ziel NT Hebr. 10.39. het verkrijgen:. εἰς περιποίησιν σωτηρίας tot verwerving van zaligheid NT 1 Thes. 5.9. eigendom:. λαὸς εἰς περιποίησιν een volk tot eigendom (van God) NT 1 Pet. 2.9.

Russian (Dvoretsky)

περιποίησις: εως ἡ
1) сохранение, спасение (σωτηρία π. ἀβλαβής, sc. ἐστιν Plat.; τῆς ψυχῆς NT);
2) получение, приобретение (δόξης NT);
3) достояние, удел NT.

Middle Liddell

περιποίησις, εως, [from περιποιέω
I. a keeping safe, preservation, NTest.
II. (from Mid.) a gaining possession of, acquisition, obtaining, NTest.
2. a possession, NTest.

Chinese

原文音譯:­eripo⋯hsij 胚里-拍誒西士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:周圍-作(著) 相當於: (נָצַל‎) (סְגֻלָּה‎)
字義溯源:獲得產業,產業,保存,保全,拯救,得救,得著;源自(περιποιέω)=保全自己,買得);由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(ποιέω)*=作,行)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(6);路(1);弗(1);帖前(1);帖後(1);來(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 得著(2) 帖前5:9; 帖後2:14;
2) 產業的(1) 彼前2:9;
3) 得救(1) 來10:39;
4) 保全(1) 路17:33;
5) 產業(1) 弗1:14