πιλέω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0615.png Seite 615]] 1) Wolle krämpen, filzen, πιληθεὶς [[πέτασος]] Theodorid. 3 (VI, 282), u. a. Sp. – 2; übh. dicht zusammen pressen, drücken, verdichten, Jac. A. H. p. 879; [[γαῖα]] ὑπ' ἠέρι πιληθεῖσα, Ap. Rh. 4, 678; auch [[μᾶζα]] ὕδατι πιληθεῖσα, Antiph. 14 (Plan. 333); Plut. vrbdt πιληθεὶς καὶ πυκνωθείς, de def. orac. 47.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0615.png Seite 615]] 1) Wolle krämpen, filzen, πιληθεὶς [[πέτασος]] Theodorid. 3 (VI, 282), u. a. Sp. – 2; übh. dicht zusammen pressen, drücken, verdichten, Jac. A. H. p. 879; [[γαῖα]] ὑπ' ἠέρι πιληθεῖσα, Ap. Rh. 4, 678; auch [[μᾶζα]] ὕδατι πιληθεῖσα, Antiph. 14 (Plan. 333); Plut. vrbdt πιληθεὶς καὶ πυκνωθείς, de def. orac. 47.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />fouler, presser ; <i>Pass.</i> être compact, condensé.<br />'''Étymologie:''' DELG [[πῖλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πῑλέω''': (πίλος) = [[πιλόω]] (ὁ [[τύπος]] [[πιλόω]] ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τοῦ Μεγ. Ἐτυμολ. 672. 12), [[συμπιέζω]] τὸ [[ἔριον]] καὶ πιέζων [[κατασκευάζω]] [[πίλημα]], πιληθεὶς [[πέτασος]], [[πέτασος]] ἐκ πιλήματος, Ἀνθ. Π. 6. 282· πιλεῖν τὸ δέρμα, κατεργάζεσθαι, Γαλην. ΙΙ. [[καθόλου]], συνωθῶ εἰς ἓν [[μέρος]], «στρυμώνω», πιλοῦντες ἑαυτοὺς Ἀριστοφ. Λυσ. 577· πιλήσαντες τοὺς λόχους Διον. Ἁλ. 9· 58. ― Παθ. διὰ τὸ πολὺ εἰς ὀλίγον πιληθῆναι τόπον Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 11· [[χθών]]... [[οὔπω]] πιληθεῖσα, [[μήπω]] στερεωθεῖσα, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 678· ὕδατι πιληθεῖσα [[μᾶζα]] Ἀνθ. Πλαν. 333· σελήνην [[νέφος]] [[εἶναι]] πεπιληένον Ξενοφάν. παρὰ Πλουτ. 2. 891Β· ἐπὶ ἀνδρός, παγκρατιαστὴς ὑπὸ τῆς πυκνότητος σαρκῶν πεπιλ. Φίλων 2. 449· ἰσχνὸς τὴν σάρκα πεπιλ. Ἰώσηπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 1, 6· ― πιλούμενος κακοῖς, καταθλιβόμενος..., Διον. Ἁλ. π Συνθ. 18, πρβλ. Ἀγαθ. 5. 3 ἐν τέλ.· τοῖς χείλεσι πιλουμένοις, συμπιεζομένοις, Διον. [[Θρᾷξ]] ἐν Α. Β. 810. 2) π. πουλύπουν, κτυπῶ τὸν ὀκτάπουν ἵνα τὴν σάρκα [[αὐτοῦ]] καταστήσω τρυφερωτέραν ([[ὅπερ]] ἔτι καὶ νῦν ἐν Ἑλλάδι γίνεται), πουλύπου πιλουμένου Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 235· οὕτω, πιλεῖν πλεκτάνας Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15Α, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 23, Ζηνόβ. 3. 24, Πλίν. 32. 42.
|lstext='''πῑλέω''': (πίλος) = [[πιλόω]] (ὁ [[τύπος]] [[πιλόω]] ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τοῦ Μεγ. Ἐτυμολ. 672. 12), [[συμπιέζω]] τὸ [[ἔριον]] καὶ πιέζων [[κατασκευάζω]] [[πίλημα]], πιληθεὶς [[πέτασος]], [[πέτασος]] ἐκ πιλήματος, Ἀνθ. Π. 6. 282· πιλεῖν τὸ δέρμα, κατεργάζεσθαι, Γαλην. ΙΙ. [[καθόλου]], συνωθῶ εἰς ἓν [[μέρος]], «στρυμώνω», πιλοῦντες ἑαυτοὺς Ἀριστοφ. Λυσ. 577· πιλήσαντες τοὺς λόχους Διον. Ἁλ. 9· 58. ― Παθ. διὰ τὸ πολὺ εἰς ὀλίγον πιληθῆναι τόπον Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 11· [[χθών]]... [[οὔπω]] πιληθεῖσα, [[μήπω]] στερεωθεῖσα, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 678· ὕδατι πιληθεῖσα [[μᾶζα]] Ἀνθ. Πλαν. 333· σελήνην [[νέφος]] [[εἶναι]] πεπιληένον Ξενοφάν. παρὰ Πλουτ. 2. 891Β· ἐπὶ ἀνδρός, παγκρατιαστὴς ὑπὸ τῆς πυκνότητος σαρκῶν πεπιλ. Φίλων 2. 449· ἰσχνὸς τὴν σάρκα πεπιλ. Ἰώσηπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 1, 6· ― πιλούμενος κακοῖς, καταθλιβόμενος..., Διον. Ἁλ. π Συνθ. 18, πρβλ. Ἀγαθ. 5. 3 ἐν τέλ.· τοῖς χείλεσι πιλουμένοις, συμπιεζομένοις, Διον. [[Θρᾷξ]] ἐν Α. Β. 810. 2) π. πουλύπουν, κτυπῶ τὸν ὀκτάπουν ἵνα τὴν σάρκα [[αὐτοῦ]] καταστήσω τρυφερωτέραν ([[ὅπερ]] ἔτι καὶ νῦν ἐν Ἑλλάδι γίνεται), πουλύπου πιλουμένου Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 235· οὕτω, πιλεῖν πλεκτάνας Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15Α, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 23, Ζηνόβ. 3. 24, Πλίν. 32. 42.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />fouler, presser ; <i>Pass.</i> être compact, condensé.<br />'''Étymologie:''' DELG [[πῖλος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῑλέω Medium diacritics: πιλέω Low diacritics: πιλέω Capitals: ΠΙΛΕΩ
Transliteration A: piléō Transliteration B: pileō Transliteration C: pileo Beta Code: pile/w

English (LSJ)

(πῖλος) A = πιλόω (which is rejected by EM672.12), compress wool, make it into felt, πιληθεὶς πέτασος a felt hat, AP6.282 (Theod.). II generally, compress, close up, πιλοῦντες ἑαυτούς Ar. Lys.577; πιλήσαντες τοὺς λόχους D.H.9.58; make firm or solid, π. καὶ πυκνοῦν τὴν σάρκα, τὸ σῶμα, Gal.11.758,394; τρίψει… π. τὸ δέρμα Id.6.417:—Pass., to be close pressed, διὰ τὸ πολὺ εἰς ὀλίγον πιληθῆναι τόπον Arist.Mete.366b13; χθὼν… οὔπω πιληθεῖσα made solid, A.R.4.678; ὕδατι πιληθεῖσα μᾶζα kneaded, APl.4.333 (Antiphil.); to be condensed, [σελήνην] νέφος εἶναι πεπιλημένον Xenoph. ap. Placit.2.25.4; of air, Hero Spir.1 Praef.; of a man, παγκρατιαστὴς ὑπὸ τῆς πυκνότητος σαρκῶν πεπιλημένος Ph.2.449, cf. Porph.Chr.35; ἰσχνός, τὴν σάρκα πεπιλ. J.BJ6.1.6; τοῖς χείλεσι πιλουμένοις compressed, Sch.D.T.p.43 H. 2 π. πουλύπουν pound a polypus so as to make it tender, πουλύπου πιλουμένου Ar.Fr.191; π. πλεκτάνας Eub.150.7, cf. Arist. HA622a16 (Pass.), Zen.3.24. 3 metaph. in Pass., to be oppressed, overwhelmed, κακοῖς Hegesias ap.D.H.Comp.18; τῷ θανάτῳ πεπιλημένος Agath.5.3.

German (Pape)

[Seite 615] 1) Wolle krämpen, filzen, πιληθεὶς πέτασος Theodorid. 3 (VI, 282), u. a. Sp. – 2; übh. dicht zusammen pressen, drücken, verdichten, Jac. A. H. p. 879; γαῖα ὑπ' ἠέρι πιληθεῖσα, Ap. Rh. 4, 678; auch μᾶζα ὕδατι πιληθεῖσα, Antiph. 14 (Plan. 333); Plut. vrbdt πιληθεὶς καὶ πυκνωθείς, de def. orac. 47.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
fouler, presser ; Pass. être compact, condensé.
Étymologie: DELG πῖλος.

Greek (Liddell-Scott)

πῑλέω: (πίλος) = πιλόω (ὁ τύπος πιλόω ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τοῦ Μεγ. Ἐτυμολ. 672. 12), συμπιέζω τὸ ἔριον καὶ πιέζων κατασκευάζω πίλημα, πιληθεὶς πέτασος, πέτασος ἐκ πιλήματος, Ἀνθ. Π. 6. 282· πιλεῖν τὸ δέρμα, κατεργάζεσθαι, Γαλην. ΙΙ. καθόλου, συνωθῶ εἰς ἓν μέρος, «στρυμώνω», πιλοῦντες ἑαυτοὺς Ἀριστοφ. Λυσ. 577· πιλήσαντες τοὺς λόχους Διον. Ἁλ. 9· 58. ― Παθ. διὰ τὸ πολὺ εἰς ὀλίγον πιληθῆναι τόπον Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 11· χθών... οὔπω πιληθεῖσα, μήπω στερεωθεῖσα, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 678· ὕδατι πιληθεῖσα μᾶζα Ἀνθ. Πλαν. 333· σελήνην νέφος εἶναι πεπιληένον Ξενοφάν. παρὰ Πλουτ. 2. 891Β· ἐπὶ ἀνδρός, παγκρατιαστὴς ὑπὸ τῆς πυκνότητος σαρκῶν πεπιλ. Φίλων 2. 449· ἰσχνὸς τὴν σάρκα πεπιλ. Ἰώσηπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 1, 6· ― πιλούμενος κακοῖς, καταθλιβόμενος..., Διον. Ἁλ. π Συνθ. 18, πρβλ. Ἀγαθ. 5. 3 ἐν τέλ.· τοῖς χείλεσι πιλουμένοις, συμπιεζομένοις, Διον. Θρᾷξ ἐν Α. Β. 810. 2) π. πουλύπουν, κτυπῶ τὸν ὀκτάπουν ἵνα τὴν σάρκα αὐτοῦ καταστήσω τρυφερωτέραν (ὅπερ ἔτι καὶ νῦν ἐν Ἑλλάδι γίνεται), πουλύπου πιλουμένου Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 235· οὕτω, πιλεῖν πλεκτάνας Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15Α, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 23, Ζηνόβ. 3. 24, Πλίν. 32. 42.

Greek Monotonic

πῑλέω: μέλ. -ήσω (πῖλος
I. συμπιέζω το μαλλί, το στουμπώνω, πιληθεὶς πέτασος, τσόχινο καπέλο, σε Ανθ.
II. είμαι σφιχτά συμπιεσμένος, είμαι ζυμωμένος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πῑλέω:
1) (о шерсти) валять: πιληθεὶς πέτασος Anth. войлочная широкополая шляпа;
2) кулин. размягчать ударами, отбивать (πουλύπουν Arph.);
3) сжимать, сдавливать: γῆ πεπιλημένη ὑπὸ κρύους Plut. затвердевшая от холода земля; οἱ πιλοῦντες ἑαυτούς Arph. столпившиеся, сбившиеся в кучу; νέφος πεπιλημένον Plut. сгустившееся облако;
4) втаптывать (в землю), заделывать (οἱ σῖτοι πιληθέντες Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιλέω [πῖλος] samenpersen.

Middle Liddell

πῑλέω, fut. -ήσω πῖλος
I. to compress wool, πιληθεὶς πέτασος a felt hat, Anth.
II. Pass. to be close pressed, kneaded, Anth.