προσηγορία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0764.png Seite 764]] ἡ, die Anrede, das Grüßen, Poll. 5, 137; bes. die Tröstung, Sp. – Die Benennung, der Name, οὐχ ὁρᾶτε Φίλιππον ἀλλοτριωτάτας [[ταύτῃ]] (τῇ ἐλευθερίᾳ) καὶ τὰς προσηγορίας ἔχοντα; nämlich [[βασιλεύς]], [[τύραννος]], Dem. 6, 25, u. öfter. – Bei den Grammatikern nomen appellativum im Ggstz des proprium, D. L. 7, 58.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0764.png Seite 764]] ἡ, die Anrede, das Grüßen, Poll. 5, 137; bes. die Tröstung, Sp. – Die Benennung, der Name, οὐχ ὁρᾶτε Φίλιππον ἀλλοτριωτάτας [[ταύτῃ]] (τῇ ἐλευθερίᾳ) καὶ τὰς προσηγορίας ἔχοντα; nämlich [[βασιλεύς]], [[τύραννος]], Dem. 6, 25, u. öfter. – Bei den Grammatikern nomen appellativum im Ggstz des proprium, D. L. 7, 58.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action d'adresser la parole à, de saluer;<br /><b>2</b> action d'appeler par son nom ; dénomination, nom ; <i>t. de gramm.</i> nom commun, substantif.<br />'''Étymologie:''' [[προσήγορος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσηγορία''': ἡ, φιλικὸς χαιρετισμός, [[ἀσπασμός]], [[πρόσρησις]], [[προσφώνησις]], Διογ. Λ. 3. 98, Πλούτ. 2. 709Α. ΙΙ. [[ὀνομασία]], Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 303, Δημ. 72. 1, Ἀριστ. Κατηγ. 5, 30, Πολ. 3. 1, 3, ἀλ. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., κοινὸν [[ὄνομα]], [[ὄνομα]] προσηγορικόν, nomen appellativum, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κύριον [[ὄνομα]], n. proprium, Ζήνων παρὰ Διογέν. Λ. 7. 58, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 2. 11.
|lstext='''προσηγορία''': ἡ, φιλικὸς χαιρετισμός, [[ἀσπασμός]], [[πρόσρησις]], [[προσφώνησις]], Διογ. Λ. 3. 98, Πλούτ. 2. 709Α. ΙΙ. [[ὀνομασία]], Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 303, Δημ. 72. 1, Ἀριστ. Κατηγ. 5, 30, Πολ. 3. 1, 3, ἀλ. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., κοινὸν [[ὄνομα]], [[ὄνομα]] προσηγορικόν, nomen appellativum, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κύριον [[ὄνομα]], n. proprium, Ζήνων παρὰ Διογέν. Λ. 7. 58, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 2. 11.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action d'adresser la parole à, de saluer;<br /><b>2</b> action d'appeler par son nom ; dénomination, nom ; <i>t. de gramm.</i> nom commun, substantif.<br />'''Étymologie:''' [[προσήγορος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσηγορία Medium diacritics: προσηγορία Low diacritics: προσηγορία Capitals: ΠΡΟΣΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: prosēgoría Transliteration B: prosēgoria Transliteration C: prosigoria Beta Code: proshgori/a

English (LSJ)

ἡ, A friendly greeting, familiarity, Plu.2.709b, D.L.3.98. II addressing, ἡ κατὰ τοὔνομα π. Arist.Cat.1a13; τῷ σχήματι τῆς π. ib.3b14: hence, appellation, name, Isoc.15.284, Com.Adesp.143, D.6.25, Arist.Pol.1275a6, Thphr.HP3.3.6, Plb.3.49.5, D.H.Comp.26, D.S.16.50, Quint.Inst.1.4.21; title, ἡ τοῦ ἄρχοντος π. IG22.1110. 2 Gramm., common noun, Zeno Stoic. 1.19, D.H.Amm.2.11, etc.; but ἡ π. ὡς εἶδος τῷ ὀνόματι ὑποβέβληται D.T.634.6.

German (Pape)

[Seite 764] ἡ, die Anrede, das Grüßen, Poll. 5, 137; bes. die Tröstung, Sp. – Die Benennung, der Name, οὐχ ὁρᾶτε Φίλιππον ἀλλοτριωτάτας ταύτῃ (τῇ ἐλευθερίᾳ) καὶ τὰς προσηγορίας ἔχοντα; nämlich βασιλεύς, τύραννος, Dem. 6, 25, u. öfter. – Bei den Grammatikern nomen appellativum im Ggstz des proprium, D. L. 7, 58.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action d'adresser la parole à, de saluer;
2 action d'appeler par son nom ; dénomination, nom ; t. de gramm. nom commun, substantif.
Étymologie: προσήγορος.

Greek (Liddell-Scott)

προσηγορία: ἡ, φιλικὸς χαιρετισμός, ἀσπασμός, πρόσρησις, προσφώνησις, Διογ. Λ. 3. 98, Πλούτ. 2. 709Α. ΙΙ. ὀνομασία, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 303, Δημ. 72. 1, Ἀριστ. Κατηγ. 5, 30, Πολ. 3. 1, 3, ἀλ. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., κοινὸν ὄνομα, ὄνομα προσηγορικόν, nomen appellativum, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κύριον ὄνομα, n. proprium, Ζήνων παρὰ Διογέν. Λ. 7. 58, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 2. 11.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προσήγορος
ονομασία, επωνυμία, χαρακτηρισμός που δίνεται σε κάποιον ή κάτι («ἔχουσαν τὴν προσηγορίαν ἀπ' αὐτοῦ τοῦ συμπτώματος», Πολ.)
μσν.-αρχ.
1. φιλικός χαιρετισμός, προσφώνηση («ἤπιά σοι πρὸς τοὺς ἀπαντώντας ἔστω τὰ ῥήματα καὶ προσηγορίαι γλυκεῖαι», Κλήμ.)
2. τρόπος ομιλίας, τρόπος διατύπωσης («τίς γὰρ ποτε Ἑλλήνων ἐχρήσατο τῇ "ἐνωτίζου" προσηγορίᾳ ἀντὶ τοῦ εὐς τὰ ὦτα δέξαι...;», Ωριγ.)
3. το κύριο όνομα κάποιου προσώπου («θεός, ὁ εἰδὼς ἑκάστου τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν προσηγορίαν», Μέγ. Βασ.)
4. το να κατονομάζεται κάτι, η μνεία («ἡ δεκάλογος προσηγορία σωτήριον ἁμαρτιῶν περιγράφουσα», Κλήμ.)
5. όρος, ρήτρα («τὰς προσηγορίας ἁρμοδίας τοῖς πράγμασιν ἔθεντο, "ἀποταγήν"... και "ὑποταγήν"...», Ισίδ. Πηλ.)
αρχ.
γραμμ. όνομα προσηγορικό, κοινό όνομα.

Greek Monotonic

προσηγορία: ἡ, ονομασία, όνομα, σε Ισοκρ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προσηγορία:
1) дружеское обращение, приветливость (ἡ διὰ τῆς προσηγορίας φιλανθρωπία Diog. L.);
2) название, наименование Isocr., Dem.: ἡ κατὰ τοὔνομα π. Arst. прозвище;
3) грам. (в отличие от ὄνομα) нарицательное имя (ἔστι π. μέρος λόγου σημαῖνον κοινὴν ποιότητα Diog. L.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσηγορία -ας, ἡ [προσήγορος] naam, benaming; ook van bijnaam; περιφέρων προσηγορίαν τὸν Κοριολανόν de bijnaam Coriolanus dragend Plut. Cor. 23.4; gramm. (zelfstandig) naamwoord.

Middle Liddell

προσηγορία, ἡ, [from προσηγορέω
an appellation, name, Isocr., Dem.

English (Woodhouse)

name

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)