πυρίκαυστος: Difference between revisions
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0822.png Seite 822]] mit Feuer gebrannt, angebrannt u. gehärtet; [[σκῶλος]], Il. 13, 564; Nonn. D. 7, 158; Diosc. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0822.png Seite 822]] mit Feuer gebrannt, angebrannt u. gehärtet; [[σκῶλος]], Il. 13, 564; Nonn. D. 7, 158; Diosc. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> brûlé par le feu;<br /><b>2</b> causé par une brûlure.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], adj. verb. de [[καίω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῠρίκαυστος''': -ον, ὁ ἐν τῷ πυρὶ κεκαυμένος, Ἰλ. Ν. 563, Πλούτ. 2. 922Α. 2) ὁ ἐκ πυρὸς προξενούμενος, φλυκταινίδες [[ὥσπερ]] π. Ἱππ. 994D· ἕλκη π. Διοσκ. 1. 82 (81)· οὕτω μόνον τὰ πυρίκαυστα Ἱππ. 769Α, Ἀριστ. Προβλ. 1. 54, κτλ. 3) πυρίκαυστον, τό, ἔμπλαστρον ἢ ἀλοιφὴ διὰ κεκαυμένον [[μέρος]] τοῦ σώματος, Γαλην. ΙΙ. πεφλογισμένος, Πλάτ. Τίμ. 85C, ἐν τῷ τύπῳ -καυτος ([[ὅπερ]] ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Λουκ. ἐν Λουκ. ἢ Ὄνῳ 6, κτλ.). | |lstext='''πῠρίκαυστος''': -ον, ὁ ἐν τῷ πυρὶ κεκαυμένος, Ἰλ. Ν. 563, Πλούτ. 2. 922Α. 2) ὁ ἐκ πυρὸς προξενούμενος, φλυκταινίδες [[ὥσπερ]] π. Ἱππ. 994D· ἕλκη π. Διοσκ. 1. 82 (81)· οὕτω μόνον τὰ πυρίκαυστα Ἱππ. 769Α, Ἀριστ. Προβλ. 1. 54, κτλ. 3) πυρίκαυστον, τό, ἔμπλαστρον ἢ ἀλοιφὴ διὰ κεκαυμένον [[μέρος]] τοῦ σώματος, Γαλην. ΙΙ. πεφλογισμένος, Πλάτ. Τίμ. 85C, ἐν τῷ τύπῳ -καυτος ([[ὅπερ]] ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Λουκ. ἐν Λουκ. ἢ Ὄνῳ 6, κτλ.). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 08:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A burnt in fire, Il. 13.564, Plu.2.922a, Vett.Val.127.32; in late Ep. πῠρί-καυτος, Epic. in Arch.Pap.7.4, Nonn.D.10.74, al. 2 caused by a burn (or scald, cf. Gal.13.384), φλυκταινίδες ὥσπερ π. Hp.Epid.2.1.1; π. [ἕλκη] Dsc. 1.68.2, cf. Hp.Fract.27, Arist.Pr.866a6; later πυρίκαυτα ἕλκεα Aret. SA1.9. 3 πυρίκαυστον, τό, plaster for a burn, Thphr.HP9.19.3, Ign.38; ἡ π. ἔμπλαστρος Asclep. ap. Gal.13.525. II inflammatory, in the form -καυτος, Pl.Ti.85c, Luc.Asin.6, etc. 2 inflamed, ὑπερῴα πυρίκαυτος Aristid.Or.49(25).30.
German (Pape)
[Seite 822] mit Feuer gebrannt, angebrannt u. gehärtet; σκῶλος, Il. 13, 564; Nonn. D. 7, 158; Diosc.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 brûlé par le feu;
2 causé par une brûlure.
Étymologie: πῦρ, adj. verb. de καίω.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίκαυστος: -ον, ὁ ἐν τῷ πυρὶ κεκαυμένος, Ἰλ. Ν. 563, Πλούτ. 2. 922Α. 2) ὁ ἐκ πυρὸς προξενούμενος, φλυκταινίδες ὥσπερ π. Ἱππ. 994D· ἕλκη π. Διοσκ. 1. 82 (81)· οὕτω μόνον τὰ πυρίκαυστα Ἱππ. 769Α, Ἀριστ. Προβλ. 1. 54, κτλ. 3) πυρίκαυστον, τό, ἔμπλαστρον ἢ ἀλοιφὴ διὰ κεκαυμένον μέρος τοῦ σώματος, Γαλην. ΙΙ. πεφλογισμένος, Πλάτ. Τίμ. 85C, ἐν τῷ τύπῳ -καυτος (ὅπερ ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Λουκ. ἐν Λουκ. ἢ Ὄνῳ 6, κτλ.).
English (Autenrieth)
(καίω): charred, Il. 13.564†.
Greek Monolingual
-η, -ο / πυρίκαυστος, -ον, ΝΜΑ, και πυρίκαυτος, -ον, Α
1. αυτός που, έχει καεί στη φωτιά
2. αυτός που προξενείται από τη φωτιά («φλυκταινίδες ὥσπερ πυρίκαυστοι», Ιπποκρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το πυρίκαυστο
έμπλαστρο ή αλοιφή για καμμένο τμήμα του σώματος
αρχ.
1. (ειδικά) αυτός που έχει καεί στη φωτιά με αποτέλεσμα να γίνει πιο σκληρός
2. (κυρίως στον τ. πυρίκαυτος) α) αυτός που εκπέμπει φλόγες, που αντανακλά μεγάλη θερμότητα («τραῡμα ἔχων πυρίκαυτον αὐτοῦ μοι παρεδρεύσεις», Λουκιαν.)
β) αυτός που παρουσιάζει φλόγα («ὑπερῴα πυρίκαυτος», Αριστείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -καυστος / -καυτος (< καυστός / καυτός < καίω), πρβλ. ηλιό-καυστος, νεό-καυ- (σ)τος].
Greek Monotonic
πῠρίκαυστος: -ον ή -καυτος, αυτός που έχει καεί στη φωτιά, διάπυρος, πυρακτωμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
πῠρίκαυστος: (ρῐ) обожженный, обгоревший (σκῶλος Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρίκαυ(σ)τος -ον [πῦρ, καίω] door verbranding veroorzaakt:; τραῦμα... πυρίκαυτον een brandwond Luc. 39.6; alg. brandend:. πυρίκαυτα νοσήματα ziekten met hoge koorts Plat. Tim. 85c.