πυγμαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg

Menander, Monostichoi, 62
m (Text replacement - " (<span class="sense"><span class="bld">A</span> " to " <span class="sense"><span class="bld">A</span> (")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0813.png Seite 813]] eine Faust lang, s. nom. pr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0813.png Seite 813]] eine Faust lang, s. nom. pr.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />haut d'une coudée ; nain ; [[οἱ]] Πυγμαῖοι les Pygmées, <i>peuple myth. de nains sur les bords du Nil</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πυγμή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πυγμαῖος''': -α, -ον, (πυγμὴ ΙΙ) ἔχων [[μῆκος]] ἢ [[μέγεθος]] πυγμῆς, Φιλοστρ. 512. 2) ἐπὶ μικροφυῶν ἀνθρώπων, [[νᾶνος]], Ἡρόδ. 3. 37, Ἀριστ. Προβλ. 10. 12· - Πυγμαῖοι, οἱ, μυθικὸν γένος νάνων κατὰ τὰ ἄνω τοῦ Νείλου, οὓς λέγεται καταπολέμησαν καὶ κατέστρεψαν αἱ γέρανοι, Ἰλ. Γ. 6 (ἴδε τὸν (Σχολ.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 3, πρβλ. Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''πυγμαῖος''': -α, -ον, (πυγμὴ ΙΙ) ἔχων [[μῆκος]] ἢ [[μέγεθος]] πυγμῆς, Φιλοστρ. 512. 2) ἐπὶ μικροφυῶν ἀνθρώπων, [[νᾶνος]], Ἡρόδ. 3. 37, Ἀριστ. Προβλ. 10. 12· - Πυγμαῖοι, οἱ, μυθικὸν γένος νάνων κατὰ τὰ ἄνω τοῦ Νείλου, οὓς λέγεται καταπολέμησαν καὶ κατέστρεψαν αἱ γέρανοι, Ἰλ. Γ. 6 (ἴδε τὸν (Σχολ.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 3, πρβλ. Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />haut d'une coudée ; nain ; [[οἱ]] Πυγμαῖοι les Pygmées, <i>peuple myth. de nains sur les bords du Nil</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πυγμή]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυγμαῖος Medium diacritics: πυγμαῖος Low diacritics: πυγμαίος Capitals: ΠΥΓΜΑΙΟΣ
Transliteration A: pygmaîos Transliteration B: pygmaios Transliteration C: pygmaios Beta Code: pugmai=os

English (LSJ)

α, ον, A (πυγμή 11) a πυγμή long or tall, ἀκρόθινα π. κολοσσῷ ἐφαρμόζων Philostr.VS1.19.2. 2 of men, dwarfish, Hdt.3.37, Arist. Pr.892a12, Phld.Sign.2. II pr. n. Πυγμαῖοι, οἱ, the Pygmies, a fabulous race of dwarfs on the upper Nile, said to have been warred on and destroyed by cranes, Il.3.6, Arist.HA597a6, cf. Hdt.l.c.

German (Pape)

[Seite 813] eine Faust lang, s. nom. pr.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
haut d'une coudée ; nain ; οἱ Πυγμαῖοι les Pygmées, peuple myth. de nains sur les bords du Nil.
Étymologie: πυγμή.

Greek (Liddell-Scott)

πυγμαῖος: -α, -ον, (πυγμὴ ΙΙ) ἔχων μῆκοςμέγεθος πυγμῆς, Φιλοστρ. 512. 2) ἐπὶ μικροφυῶν ἀνθρώπων, νᾶνος, Ἡρόδ. 3. 37, Ἀριστ. Προβλ. 10. 12· - Πυγμαῖοι, οἱ, μυθικὸν γένος νάνων κατὰ τὰ ἄνω τοῦ Νείλου, οὓς λέγεται καταπολέμησαν καὶ κατέστρεψαν αἱ γέρανοι, Ἰλ. Γ. 6 (ἴδε τὸν (Σχολ.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 3, πρβλ. Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

-α, -ο / πυγμαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει μέγεθος πυγμής, σπιθαμιαίος, κοντορεβιθούλης, νάνος
2. κοντόσωμος, μικρόσωμος
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Πυγμαίοι
κάθε ανθρώπινη ομάδα της οποίας οι ενήλικοι άνδρες φθάνουν σε ύψος μικρότερο από 150 εκατοστόμετρα
αρχ.
1. (το αρσ. στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Πυγμαῖοι
α) φυλή νάνων που κατοικούσε στην περιοχή του Άνω Νείλου της Αιθιοπίας («ὅθεν ὁ Νεῑλος ῥεῑ
ἔστι δὲ ὁ τόπος οὗτος περὶ ὅν οἱ Πυγμαῖοι κατοικοῦσιν», Αριστοτ.)
β) μυθικός λαός που κατοικούσε στη νήσο Θούλη
2. φρ. «τὰ Πυγμαίων» — η χώρα τών Πυγμαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυγμή + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιρ-αίος). Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. pygmy, γαλλ. pygmee].

Greek Monotonic

πυγμαῖος: -α, -ον (πυγμή II), αυτός που έχει μήκος ή μέγεθος μιας πυγμῆς· λέγεται για μικρόσωμους ανθρώπους, νάνος, σε Ηρόδ.· Πυγμαῖοι, οἱ, οι Πυγμαίοι, φυλή νάνων στη βόρεια πλευρά του Νείλου· λέγεται ότι πολεμήθηκαν και καταστράφηκαν από τους γερανούς, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυγμαῖος -α -ον [πυγμή] een vuist lang:; πυγμαίου ἀνδρὸς μίμησίς ἐστι het is een afbeelding van een pygmee (~ dwerg) Hdt. 3.37.2; subst. οἱ Πυγμαῖοι de Pygmeeën.

Russian (Dvoretsky)

πυγμαῖος: IIпигмей, карлик Her.
величиною с кулак, т. е. карликовый Arst.

Middle Liddell

πυγμαῖος, η, ον πυγμή II]
a πυγμή long or tall: of men, dwarfish, Hdt.:— Πυγμαῖοι, οἱ, the Pygmies, a race of dwarfs on the upper Nile, said to have been warred on and destroyed by cranes, Il.