συνδιαπράσσω: Difference between revisions

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1007.png Seite 1007]] att. -ττω, mit od. zugleich bewirken, durchsetzen, Isocr. 4, 38 u. Sp., wie Luc. D. D. 24, 1 bis accus. 2 u. Plut. – Med. mit Einem verhandeln, um Etwas durchzusetzen, [[ὑπέρ]] τινος, Xen. An. 4, 8, 24.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1007.png Seite 1007]] att. -ττω, mit od. zugleich bewirken, durchsetzen, Isocr. 4, 38 u. Sp., wie Luc. D. D. 24, 1 bis accus. 2 u. Plut. – Med. mit Einem verhandeln, um Etwas durchzusetzen, [[ὑπέρ]] τινος, Xen. An. 4, 8, 24.
}}
{{bailly
|btext=mener à terme :<br /><b>1</b> exercer (une charge, un pouvoir, <i>etc.</i>) avec, τινι;<br /><b>2</b> accomplir avec;<br /><i><b>Moy.</b></i> συνδιαπράσσομαι négocier avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διαπράσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδιαπράσσω''': Ἀττικ. -ττω, [[διαπράσσω]] [[ὁμοῦ]], Ἰσοκρ. 48Α, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1, κλπ. ΙΙ. Μέσ., [[διαπραγματεύομαι]] συγχρόνως, ὑπέρ τινος Ξεν. Ἀν. 4. 8. 24.
|lstext='''συνδιαπράσσω''': Ἀττικ. -ττω, [[διαπράσσω]] [[ὁμοῦ]], Ἰσοκρ. 48Α, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1, κλπ. ΙΙ. Μέσ., [[διαπραγματεύομαι]] συγχρόνως, ὑπέρ τινος Ξεν. Ἀν. 4. 8. 24.
}}
{{bailly
|btext=mener à terme :<br /><b>1</b> exercer (une charge, un pouvoir, <i>etc.</i>) avec, τινι;<br /><b>2</b> accomplir avec;<br /><i><b>Moy.</b></i> συνδιαπράσσομαι négocier avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διαπράσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:29, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαπράσσω Medium diacritics: συνδιαπράσσω Low diacritics: συνδιαπράσσω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΠΡΑΣΣΩ
Transliteration A: syndiaprássō Transliteration B: syndiaprassō Transliteration C: syndiaprasso Beta Code: sundiapra/ssw

English (LSJ)

Att. συνδιαπράττω, A accomplish together or besides, Isoc.4.38, Luc.DDeor.24.1, etc. II Med., negotiate at the same time, ὑπὲρ τῶν Κόλχων X.An.4.8.24.

German (Pape)

[Seite 1007] att. -ττω, mit od. zugleich bewirken, durchsetzen, Isocr. 4, 38 u. Sp., wie Luc. D. D. 24, 1 bis accus. 2 u. Plut. – Med. mit Einem verhandeln, um Etwas durchzusetzen, ὑπέρ τινος, Xen. An. 4, 8, 24.

French (Bailly abrégé)

mener à terme :
1 exercer (une charge, un pouvoir, etc.) avec, τινι;
2 accomplir avec;
Moy. συνδιαπράσσομαι négocier avec.
Étymologie: σύν, διαπράσσω.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαπράσσω: Ἀττικ. -ττω, διαπράσσω ὁμοῦ, Ἰσοκρ. 48Α, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1, κλπ. ΙΙ. Μέσ., διαπραγματεύομαι συγχρόνως, ὑπέρ τινος Ξεν. Ἀν. 4. 8. 24.

Greek Monolingual

και αττ. τ. συνδιαπράττω Α διαπράττω / διαπράσσω]]
1. διαπράττω κάτι από κοινού με άλλον ή αποπερατώνω κάτι ακόμη
2. διευθύνω, διοικώ από κοινού με άλλον
3. μέσ. συνδιαπράσσομαι
διαπραγματεύομαι ταυτόχρονα με άλλον.

Greek Monotonic

συνδιαπράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. κατορθώνω, εκτελώ, διεκπεραιώνω ένα έργο μαζί με ή επιπλέον, σε Ισοκρ., Λουκ. κ.λπ.
II. Μέσ., διαπραγματεύομαι συγχρόνως, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνδιαπράσσω: атт. συνδιαπράττω
1) вместе делать, совместно совершать: τὰ μέγιστα συνδιαπρᾶξαι Isocr. помочь совершить самое главное;
2) вместе устраивать (τὰ νεκρικά Luc.);
3) med. содействовать заключению договора, договариваться (ὑπέρ τινος Xen.).

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
I. to accomplish together, or besides, Isocr., Luc., etc.
II. Mid. to negotiate at the same time, Xen.