ἄκομψος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0076.png Seite 76]] dasselbe, schlicht, Eur. frg. φαῦλον, ἄκ., τὰ μέγιστα ἀγαθά; bei Plut. de puer. ed. 9 ἄκ. εἰς ὄχλον δοῦναι λόγον, ich passe nicht dazu. – Adv. οὐκ ἀκόμ ψως ἀλλὰ [[πάνυ]] ἀστείως Plut. a. a. O. 7 med.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0076.png Seite 76]] dasselbe, schlicht, Eur. frg. φαῦλον, ἄκ., τὰ μέγιστα ἀγαθά; bei Plut. de puer. ed. 9 ἄκ. εἰς ὄχλον δοῦναι λόγον, ich passe nicht dazu. – Adv. οὐκ ἀκόμ ψως ἀλλὰ [[πάνυ]] ἀστείως Plut. a. a. O. 7 med.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans parure, rude ; inhabile.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κομψός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκομψος''': -ον, [[ἀκαλλώπιστος]], [[ἄγροικος]], Ἀρχίλ. 158· ἐγὼ δ’ [[ἄκομψος]], εἶμαι [[ἄγροικος]], [[ἀκαλλώπιστος]] τὴν γλῶσσαν, Εὐρ. Ἱππ. 986· ἄκ. καὶ [[φαῦλος]], Α.Β. 369· πρβλ. Διογ. Λ. 3. 63. - Ἐπίρρ. [[ἀκόμψως]], Πλούτ. 2. 4F.
|lstext='''ἄκομψος''': -ον, [[ἀκαλλώπιστος]], [[ἄγροικος]], Ἀρχίλ. 158· ἐγὼ δ’ [[ἄκομψος]], εἶμαι [[ἄγροικος]], [[ἀκαλλώπιστος]] τὴν γλῶσσαν, Εὐρ. Ἱππ. 986· ἄκ. καὶ [[φαῦλος]], Α.Β. 369· πρβλ. Διογ. Λ. 3. 63. - Ἐπίρρ. [[ἀκόμψως]], Πλούτ. 2. 4F.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans parure, rude ; inhabile.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κομψός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκομψος Medium diacritics: ἄκομψος Low diacritics: άκομψος Capitals: ΑΚΟΜΨΟΣ
Transliteration A: ákompsos Transliteration B: akompsos Transliteration C: akompsos Beta Code: a)/komyos

English (LSJ)

ον, unadorned, Archil.158, cf. Jul.Caes.317c; ἐγὼ δ' ἄκομψος 'rude I am in speech', E.Hipp.986, cf. M.Ant.6.30, Chor. in Jahrb.9.176; οὐκ ἄ. Phlp. in Ph.528.19. Adv. ἀκόμψως = without elegance Plu.2.4f.

Spanish (DGE)

-ον
1 sencillo, sobrio de pers., junto a φαῦλος E.Fr.473, cf. Cratin.15, junto a σεμνός M.Ant.6.30, junto a ἀκαλλώπιστος Iul.Caes.317c
de abstr. comedido, contenido οὔκουν εἰκὸς ἄκομψον εἶναι τὴν ἔριν παραπλησίως συγκροτουμένην Chor.Decl.8.4
c. inf. ἐγὼ δ' ἄκομψος ... δοῦναι λόγον soy un hombre que desconoce las ingeniosidades retóricas E.Hipp.986
de palabras, conceptos, etc. οὐκ ἄ. nada sencillo Phlp.in Ph.528.19.
2 adv. ἀκόμψως = sin elegancia op. ἀστείως Plu.2.4f, cf. D.Chr.67.1.

German (Pape)

[Seite 76] dasselbe, schlicht, Eur. frg. φαῦλον, ἄκ., τὰ μέγιστα ἀγαθά; bei Plut. de puer. ed. 9 ἄκ. εἰς ὄχλον δοῦναι λόγον, ich passe nicht dazu. – Adv. οὐκ ἀκόμ ψως ἀλλὰ πάνυ ἀστείως Plut. a. a. O. 7 med.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans parure, rude ; inhabile.
Étymologie: , κομψός.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκομψος: -ον, ἀκαλλώπιστος, ἄγροικος, Ἀρχίλ. 158· ἐγὼ δ’ ἄκομψος, εἶμαι ἄγροικος, ἀκαλλώπιστος τὴν γλῶσσαν, Εὐρ. Ἱππ. 986· ἄκ. καὶ φαῦλος, Α.Β. 369· πρβλ. Διογ. Λ. 3. 63. - Ἐπίρρ. ἀκόμψως, Πλούτ. 2. 4F.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκομψος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν είναι κομψός, άχαρος, ακαλαίσθητος
αρχ.
1. αστόλιστος, ακαλλώπιστος
2. αγροίκος, άξεστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κομψός.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακομψία].

Greek Monotonic

ἄκομψος: -ον, ακαλλώπιστος, αγροίκος· ἐγὼ δ' ἄκομψος, είμαι τραχύς, βίαιος, αγροίκος στη γλώσσα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκομψος: неприкрашенный, лишенный изящества, т. е. простой Plut., Diog. L.: ἄ. εἰς ὄχλον δοῦναι λόγον Eur. не умеющий говорить с толпой.

Middle Liddell


unadorned, boorish, ἐγὼ δ' ἄκομψος "rude I am in speech," Eur.

English (Woodhouse)

rude, unlettered, unpolished, unskilful

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)