ἐφύω: Difference between revisions
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1124.png Seite 1124]] (s. ὕω), beregnen, ἐφυσμένος, beregnet, Xen. Cyn. 9, 4. – Impers. ἐφύει, es regnet darauf, Theophr., auch = hinterher, id. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1124.png Seite 1124]] (s. ὕω), beregnen, ἐφυσμένος, beregnet, Xen. Cyn. 9, 4. – Impers. ἐφύει, es regnet darauf, Theophr., auch = hinterher, id. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> mouiller de pluie ; <i>part. pf. Pass.</i> [[ἐφυσμένος]] trempé de pluie;<br /><b>II.</b> impers. • ἐφύει :<br /><b>1</b> il pleut sur;<br /><b>2</b> il pleut ensuite.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὕω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐφύω''': ἀπρόσ., ἐφύει, βρέχει [[ἐπάνω]] εἴς τι, μετὰ δοτ., χείριστον δὲ ἐὰν ἀπανθοῦσί τισιν ἐφύσῃ καθάπερ ἐλάᾳ καὶ ἀμπέλῳ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 8, κτλ.· ἀπολ., ἐφύει γὰρ [[ὅπου]] ἂν ἐπιστῇ ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 17, 7· μετοχ. παθ. πρκμ. ἐφυσμένος, βεβρεγμένος, ἐκτεθειμένος εἰς τὴν βροχήν, Ξεν. Κυν. 9, 5. | |lstext='''ἐφύω''': ἀπρόσ., ἐφύει, βρέχει [[ἐπάνω]] εἴς τι, μετὰ δοτ., χείριστον δὲ ἐὰν ἀπανθοῦσί τισιν ἐφύσῃ καθάπερ ἐλάᾳ καὶ ἀμπέλῳ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 8, κτλ.· ἀπολ., ἐφύει γὰρ [[ὅπου]] ἂν ἐπιστῇ ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 17, 7· μετοχ. παθ. πρκμ. ἐφυσμένος, βεβρεγμένος, ἐκτεθειμένος εἰς τὴν βροχήν, Ξεν. Κυν. 9, 5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:45, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῡ], rain upon: impers. ἐφύει, c. dat., Thphr.HP4.14.8, etc.: abs., it rains after, Id.CP6.17.7:—pf. part. Pass. ἐφυσμένος exposed to rain, X.Cyn.9.5.
German (Pape)
[Seite 1124] (s. ὕω), beregnen, ἐφυσμένος, beregnet, Xen. Cyn. 9, 4. – Impers. ἐφύει, es regnet darauf, Theophr., auch = hinterher, id.
French (Bailly abrégé)
I. mouiller de pluie ; part. pf. Pass. ἐφυσμένος trempé de pluie;
II. impers. • ἐφύει :
1 il pleut sur;
2 il pleut ensuite.
Étymologie: ἐπί, ὕω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφύω: ἀπρόσ., ἐφύει, βρέχει ἐπάνω εἴς τι, μετὰ δοτ., χείριστον δὲ ἐὰν ἀπανθοῦσί τισιν ἐφύσῃ καθάπερ ἐλάᾳ καὶ ἀμπέλῳ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 8, κτλ.· ἀπολ., ἐφύει γὰρ ὅπου ἂν ἐπιστῇ ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 17, 7· μετοχ. παθ. πρκμ. ἐφυσμένος, βεβρεγμένος, ἐκτεθειμένος εἰς τὴν βροχήν, Ξεν. Κυν. 9, 5.
Greek Monolingual
ἐφύω (Α)
1. απρόσ. ἐφύει
α) βρέχει πάνω σε κάτι
β) βρέχει κατόπιν («ἐφύει γὰρ ὅπου ἄν ἐφιστῇ», Θεόφρ.)
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐφυσμένος, -η, -ον
εκτεθειμένος στη βροχή, βρεγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὕω «βρέχω»].
Greek Monotonic
ἐφύω: βρέχω, μτχ. Παθ. παρακ., ἐφυσμένος, βρεγμένος, εκτεθειμένος στην βροχή, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐφύω: (ῡ) мочить дождем: ἐφυσμένος (part. pf. pass.) Xen. мокрый от дождя.
Middle Liddell
to rain upon:—perf. pass. part. ἐφυσμένος rained upon, exposed to the rain, Xen.