ἴκελος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1247.png Seite 1247]] p. u. ion. = [[εἴκελος]], ähnlich, τινί, Il. 11, 467; Hes. O. 70 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 600; Her. 3, 81; – τινός, ὀργαῖς ἀλωπέκων ἴκελοι Pind. P. 2, 77. – Adv., Hippocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1247.png Seite 1247]] p. u. ion. = [[εἴκελος]], ähnlich, τινί, Il. 11, 467; Hes. O. 70 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 600; Her. 3, 81; – τινός, ὀργαῖς ἀλωπέκων ἴκελοι Pind. P. 2, 77. – Adv., Hippocr.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />semblable à, τινι.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝικ, v. *[[εἴκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴκελος''': ῐ, η, ον, ποιητ. καὶ Ἰωνικ. [[τύπος]] τοῦ [[εἴκελος]], [[ὅμοιος]], ὁμοιάζων, τινι Ἰλ. Λ. 467, κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 3. 81, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1082, κτλ.· ὀργαῖς... ἀλωπέκων ἴκελοι, «τοῖς τῶν ἀλωπέκων τρόποις ὅμοιοι» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 2. 141. ― Ἐπίρρ. -λως, Ἱππ. 272.
|lstext='''ἴκελος''': ῐ, η, ον, ποιητ. καὶ Ἰωνικ. [[τύπος]] τοῦ [[εἴκελος]], [[ὅμοιος]], ὁμοιάζων, τινι Ἰλ. Λ. 467, κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 3. 81, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1082, κτλ.· ὀργαῖς... ἀλωπέκων ἴκελοι, «τοῖς τῶν ἀλωπέκων τρόποις ὅμοιοι» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 2. 141. ― Ἐπίρρ. -λως, Ἱππ. 272.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />semblable à, τινι.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝικ, v. *[[εἴκω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 17:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴκελος Medium diacritics: ἴκελος Low diacritics: ίκελος Capitals: ΙΚΕΛΟΣ
Transliteration A: íkelos Transliteration B: ikelos Transliteration C: ikelos Beta Code: i)/kelos

English (LSJ)

[ῐ], η, ον, poet. and Ion. form of εἴκελος, like, resembling, τινι Il.11.467, al., Hes.Sc.198, Sapph.Supp.20b.1, B.Fr.19, Hdt.3.81, Hp.Epid.3.4, Ar.Av.575, Theoc.2.51, etc.; ὀργαῖς ἀλωπέκων ἰ. like foxes in disposition, Pi.P.2.77; ἐπιθυμίη κυνὶ ἰ. Democr.224: c. gen., θέας ἰκέλαν dub. in Sapph.Supp.25.4. Adv. ἱκᾰν-λως, c. dat., in the same way as, Hp.Gland.8, Diotog. ap. Stob.4.1.133.

German (Pape)

[Seite 1247] p. u. ion. = εἴκελος, ähnlich, τινί, Il. 11, 467; Hes. O. 70 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 600; Her. 3, 81; – τινός, ὀργαῖς ἀλωπέκων ἴκελοι Pind. P. 2, 77. – Adv., Hippocr.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
semblable à, τινι.
Étymologie: R. Ϝικ, v. *εἴκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἴκελος: ῐ, η, ον, ποιητ. καὶ Ἰωνικ. τύπος τοῦ εἴκελος, ὅμοιος, ὁμοιάζων, τινι Ἰλ. Λ. 467, κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 3. 81, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1082, κτλ.· ὀργαῖς... ἀλωπέκων ἴκελοι, «τοῖς τῶν ἀλωπέκων τρόποις ὅμοιοι» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 2. 141. ― Ἐπίρρ. -λως, Ἱππ. 272.

English (Autenrieth)

(ϝικ.), like, resembling.

English (Slater)

ῐκελος resembling c. gen. ὑποφάτιες, ὀργαῖς ἀτενὲς ἀλωπέκων ἴκελοι (P. 2.77)

Greek Monolingual

ἴκελος, -έλη, -ον (Α)
(ποιητ. και ιων. τ.) βλ. είκελος.
επίρρ...
ἰκέλως (Α)
(με δοτ.) με τον ίδιο τρόπο, όμοια με...
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκ-ελος
η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ἰκ- της ρίζας weik- «αποδεικνύομαι αληθής» τών ρ. εικάζω, έοικα. Το επίθημα -ελος εμφανίζεται κυρίως σε μεταρρηματικά παράγωγα (πρβλ. ευτράπελος, στυφελός). Ο τ. ίκελος έχει παράλληλο τ. είκελος, ο οποίος εμφανίζεται σπανιότερα από τον πρώτο, εκτός από τον Όμηρο, στον οποίο χρησιμοποιούνται και οι δύο λ. με την ίδια συχνότητα].

Greek Monotonic

ἴκελος: [ῐ], -η, -ον, ποιητ. και Ιων. τύπος του εἴκελος, όμοιος, παρόμοιος, ανάλογος, τινι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἴκελος: дор. v.l. ἴκελος 3 (ῐ) эп.-ион. (= εἴκελος) похожий, подобный (τινι Hom., Hes., Her.; τινος Pind.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: comparable, resembling (Il.).
Other forms: also εἴκελος (after εἰκών, εἰκάζω etc.; orig. perhaps for metr. lengthened ἴκελος, Leumann Hom. Wörter 306 A. 76)
Compounds: As 2. member a. o. in θεο-(ε)ίκελος god-like (Il.) and in ἐπι-, προσ-(ε)ίκελος resembling (Hom., Hdt.) from ἐπι-, προσ-έοικα; cf. also on ἐπιεικής.
Derivatives: ἰκελόω make identical (AP).
Origin: IE [Indo-European] [1129] *ueik- resemble
Etymology: Old formation on the basis of the zero grade of ἔοικα (s. v.) with λο-suffix (Chantr. Form. 243); cf. ἀ-ϊκής beside ἀ-εικής.

Middle Liddell

ἴκελος, [ῐ]ος, η, ον poet. and ionic form of εἴκελος,]
like, resembling, τινι Il., Hdt., Pind.

Frisk Etymology German

ἴκελος: {íkelos}
Forms: auch εἴκελος (nach εἰκών, εἰκάζω usw.; urspr. vielleicht nur für metrisch gedehntes ἴκελος, Leumann Hom. Wörter 306 A. 76)
Meaning: vergleichbar, ähnlich (ep. ion. poet. seit Il.).
Composita : Als Hinterglied u. a. in θεο-(ε)ίκελος götterähnlich (Il.) und in ἐπι-, προσ-(ε)ίκελος ähnlich (Hom., Hdt.) von ἐπι-, προσέοικα; vgl. auch zu ἐπιεικής.
Derivative: Davon ἰκελόω gleich machen (AP).
Etymology : Altertümliche Bildung auf Grund der Schwundstufe von ἔοικα (s. d.) mit λο-Suffix (Chantraine Formation 243); vgl. ἀϊκής neben ἀεικής.
Page 1,716