ὀτρηρός: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0405.png Seite 405]] 1) [[schnell]], flink, rührig; Beiw. von [[θεράπων]], Il. 1, 321, u. öfter in der Od., auch [[ταμίη]], Il. 6, 381; auch adv., ὀτρηρῶς καλεῖν, Od. 4, 735; Ar. sagt Μουσάων [[θεράπων]] ὀτρηρὸς κατὰ τὸν Ὅμηρον, Av. 909. – 2) bei Opp. auch = [[ὀξύς]], ὀτρηραῖς ὀδύναις, Hal. 2, 529; – μάζῃ ὀτρηρῇ, bei Matro Ath. IV, 136 d, ist unklar. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0405.png Seite 405]] 1) [[schnell]], flink, rührig; Beiw. von [[θεράπων]], Il. 1, 321, u. öfter in der Od., auch [[ταμίη]], Il. 6, 381; auch adv., ὀτρηρῶς καλεῖν, Od. 4, 735; Ar. sagt Μουσάων [[θεράπων]] ὀτρηρὸς κατὰ τὸν Ὅμηρον, Av. 909. – 2) bei Opp. auch = [[ὀξύς]], ὀτρηραῖς ὀδύναις, Hal. 2, 529; – μάζῃ ὀτρηρῇ, bei Matro Ath. IV, 136 d, ist unklar. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br />prompt, rapide, agile.<br />'''Étymologie:''' ὀ- prosth. et R. Τρε, être agité ; v. [[τρέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀτρηρός''': -ά, -όν, (ἴδε [[ὀτρύνω]]) [[ταχύς]], [[γοργός]], [[εὐκίνητος]], ἐπίθ. τοῦ [[θεράπων]], Ἰλ. Α. 321, Ὀδ. Α. 109, Δ. 23, κτλ., πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 909· ἐπίθ. τῆς ταμίης, Ἰλ. Ζ. 381· μάζῃ ὀτρηρῇ, κωμικῶς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀτρηροί· ἀνδρεῖοι. ταχεῖς. ὀξεῖς. δραστικοί. ὑπήκοοι. πιστοί, σπουδαῖοι». - Ἐπίρρ. -ρῶς, ὀτραλέως, Ὀδ. Δ. 735. ΙΙ. = [[ὀξύς]], κοπτερός, αἰχμηρός, [[ὀδυνηρός]], Ὀππ. Ἁλ. 2. 529. | |lstext='''ὀτρηρός''': -ά, -όν, (ἴδε [[ὀτρύνω]]) [[ταχύς]], [[γοργός]], [[εὐκίνητος]], ἐπίθ. τοῦ [[θεράπων]], Ἰλ. Α. 321, Ὀδ. Α. 109, Δ. 23, κτλ., πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 909· ἐπίθ. τῆς ταμίης, Ἰλ. Ζ. 381· μάζῃ ὀτρηρῇ, κωμικῶς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀτρηροί· ἀνδρεῖοι. ταχεῖς. ὀξεῖς. δραστικοί. ὑπήκοοι. πιστοί, σπουδαῖοι». - Ἐπίρρ. -ρῶς, ὀτραλέως, Ὀδ. Δ. 735. ΙΙ. = [[ὀξύς]], κοπτερός, αἰχμηρός, [[ὀδυνηρός]], Ὀππ. Ἁλ. 2. 529. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 18:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ά, όν, (cf. ὀτρύνω) A quick, nimble, busy, ready, θεράποντε Il. 1.321, cf. Od.1.109, 4.23, al., Ar.Av.909(lyr.); ταμίη Il.6.381; ὀτρηρὸν . . τὸ ληδάριον ἔχεις, comically, Ar.Av.915; μάζῃ ὀτρηρῇ Matro Conv.92. Adv. -ρῶς, = ὀτραλέως, Od.4.735. II = ὀξύς, sharp, cutting, ὀδύναι Opp.H.2.529.
German (Pape)
[Seite 405] 1) schnell, flink, rührig; Beiw. von θεράπων, Il. 1, 321, u. öfter in der Od., auch ταμίη, Il. 6, 381; auch adv., ὀτρηρῶς καλεῖν, Od. 4, 735; Ar. sagt Μουσάων θεράπων ὀτρηρὸς κατὰ τὸν Ὅμηρον, Av. 909. – 2) bei Opp. auch = ὀξύς, ὀτρηραῖς ὀδύναις, Hal. 2, 529; – μάζῃ ὀτρηρῇ, bei Matro Ath. IV, 136 d, ist unklar.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
prompt, rapide, agile.
Étymologie: ὀ- prosth. et R. Τρε, être agité ; v. τρέω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀτρηρός: -ά, -όν, (ἴδε ὀτρύνω) ταχύς, γοργός, εὐκίνητος, ἐπίθ. τοῦ θεράπων, Ἰλ. Α. 321, Ὀδ. Α. 109, Δ. 23, κτλ., πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 909· ἐπίθ. τῆς ταμίης, Ἰλ. Ζ. 381· μάζῃ ὀτρηρῇ, κωμικῶς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀτρηροί· ἀνδρεῖοι. ταχεῖς. ὀξεῖς. δραστικοί. ὑπήκοοι. πιστοί, σπουδαῖοι». - Ἐπίρρ. -ρῶς, ὀτραλέως, Ὀδ. Δ. 735. ΙΙ. = ὀξύς, κοπτερός, αἰχμηρός, ὀδυνηρός, Ὀππ. Ἁλ. 2. 529.
English (Autenrieth)
(cf. ὀτραλέως): busy, nimble, ready.
Greek Monolingual
ὀτρηρός -ά, -όν (Α)
1. ταχύς, ευκίνητος, πρόθυμος, σβέλτος («ὀτρηρώ, θεράποντε», Ομ. Ιλ.)
2. οξύς, αιχμηρός, κοφτερός, οδυνηρός («ὀτρηρῆσιν ὀδύνῃσιν», Οππ.).
επίρρ...
ὀτρηρῶς (Α)
1. γρήγορα, εσπευσμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οτρύνω].
Greek Monotonic
ὀτρηρός: -ά, -όν (ὀτρύνω), ταχύς, ευκίνητος, πολυάσχολος, πρόθυμος, σε Όμηρ., Αριστοφ.· επίρρ. -ρῶς = ὀτραλέως, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀτρηρός: быстрый, проворный (θεράπων, ταμίη Hom.).
Middle Liddell
ὀτρηρός, ή, όν ὀτρύνω
quick, nimble, busy, ready, Hom., Ar.:—adv. -ρῶς, = ὀτραλέως, Od.