ὑποκαταβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1219.png Seite 1219]] (s. [[βαίνω]]), allmälig herabgehen, herabsteigen; Her. 2, 15; Thuc. 7, 60; Xen. An. 7, 7,11; Sp., wie Luc. Cont. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1219.png Seite 1219]] (s. [[βαίνω]]), allmälig herabgehen, herabsteigen; Her. 2, 15; Thuc. 7, 60; Xen. An. 7, 7,11; Sp., wie Luc. Cont. 6.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> descendre tout à fait en bas, <i>ou simpl.</i> descendre;<br /><b>2</b> descendre peu à peu;<br /><b>3</b> descendre secrètement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[καταβαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποκαταβαίνω''': [[καταβαίνω]] [[βαθμηδόν]], κατὰ μικρόν, ἢ κρυφίως, Ἡρόδ. 2. 15, Ἱππ. Προγν. 40, Θουκ. 7. 60· [[καταβαίνω]], [[κατέρχομαι]] ὀλίγον, Ξεν. Ἀναβ. 7. 4, 11· - μεταφορ., [[συγκαταβαίνω]] εἴς τι, μετ’ αἰτ., ὑποκαταβαίνων τὴν ἀσθένειαν = τῇ ἀσθενείᾳ, Ἐπιφάν. ΙΙ, 17. 2) [[καταβαίνω]], [[ὑποστρέφω]] κατὰ μικρόν, Ἱππ. 1243C. 3) ὑποκαταβάς, κατωτέρω ἐν τῷ βιβλίῳ, Εὐστάθ. 1351. 43, κ. ἀλλ.
|lstext='''ὑποκαταβαίνω''': [[καταβαίνω]] [[βαθμηδόν]], κατὰ μικρόν, ἢ κρυφίως, Ἡρόδ. 2. 15, Ἱππ. Προγν. 40, Θουκ. 7. 60· [[καταβαίνω]], [[κατέρχομαι]] ὀλίγον, Ξεν. Ἀναβ. 7. 4, 11· - μεταφορ., [[συγκαταβαίνω]] εἴς τι, μετ’ αἰτ., ὑποκαταβαίνων τὴν ἀσθένειαν = τῇ ἀσθενείᾳ, Ἐπιφάν. ΙΙ, 17. 2) [[καταβαίνω]], [[ὑποστρέφω]] κατὰ μικρόν, Ἱππ. 1243C. 3) ὑποκαταβάς, κατωτέρω ἐν τῷ βιβλίῳ, Εὐστάθ. 1351. 43, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> descendre tout à fait en bas, <i>ou simpl.</i> descendre;<br /><b>2</b> descendre peu à peu;<br /><b>3</b> descendre secrètement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[καταβαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκαταβαίνω Medium diacritics: ὑποκαταβαίνω Low diacritics: υποκαταβαίνω Capitals: ΥΠΟΚΑΤΑΒΑΙΝΩ
Transliteration A: hypokatabaínō Transliteration B: hypokatabainō Transliteration C: ypokatavaino Beta Code: u(pokatabai/nw

English (LSJ)

A descend by degrees, Hdt.2.15, Hp.Prog.11, Th.7.60, Clearch. ap. J.Ap.1.22, Gal.18(2).145; come down, X.An.7.4.11, D.C.40.26. 2 go back gradually, i. e. relax severity of régime, Hp.Aph.1.7. 3 settle down, Arist.Pr.938b31, Alex.Aphr.Pr.2.20. 4 ὑποκαταβάς, lower down in the text, Eust.1351.43, al.

German (Pape)

[Seite 1219] (s. βαίνω), allmälig herabgehen, herabsteigen; Her. 2, 15; Thuc. 7, 60; Xen. An. 7, 7,11; Sp., wie Luc. Cont. 6.

French (Bailly abrégé)

1 descendre tout à fait en bas, ou simpl. descendre;
2 descendre peu à peu;
3 descendre secrètement.
Étymologie: ὑπό, καταβαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκαταβαίνω: καταβαίνω βαθμηδόν, κατὰ μικρόν, ἢ κρυφίως, Ἡρόδ. 2. 15, Ἱππ. Προγν. 40, Θουκ. 7. 60· καταβαίνω, κατέρχομαι ὀλίγον, Ξεν. Ἀναβ. 7. 4, 11· - μεταφορ., συγκαταβαίνω εἴς τι, μετ’ αἰτ., ὑποκαταβαίνων τὴν ἀσθένειαν = τῇ ἀσθενείᾳ, Ἐπιφάν. ΙΙ, 17. 2) καταβαίνω, ὑποστρέφω κατὰ μικρόν, Ἱππ. 1243C. 3) ὑποκαταβάς, κατωτέρω ἐν τῷ βιβλίῳ, Εὐστάθ. 1351. 43, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ΜΑ καταβαίνω
μσν.
(η μτχ. αρσ. αορ. β') ὑποκαταβάς
(με σημ. επιρρ.) αμέσως παρακάτωδιόπερ ὑπερκαταβὰς ἔφη», Ευστ.)
αρχ.
1. κατεβαίνω σιγά σιγά ή κατεβαίνω κρυφά
2. κατέρχομαι κάπως («καὶ αὐτὸς μὲν ἐν τῷ πεδίῳ ὑποκαταβὰς ἐσκήνου», Ξεν.)
3. ιατρ. α) χαλαρώνω θεραπευτική αγωγή
β) (για νόσο) εμφανίζομαι πάλι μετά από μικρό διάλειμμα
4. εγκαθίσταμαι σε έναν τόπο
5. εκκλ. μτφ. γίνομαι αιρετικός.

Greek Monotonic

ὑποκαταβαίνω: μέλ. -βήσομαι, κατεβαίνω, κατηφορίζω βαθμιαία ή κρυφά, μυστικά, σε Ηρόδ., Θουκ.· κατεβαίνω λιγάκι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκαταβαίνω: мало-помалу или потихоньку сходить вниз, спускаться Her., Luc.: ὑ. ἔκ τινος Thuc. спускаться с чего-л.; ἐν τῷ πεδίῳ ὑποκαταβὰς ἐσκήνου Xen. спустившись, он расположился в долине.

Middle Liddell

fut. -βήσομαι
to descend by degrees or stealthily, Hdt., Thuc.: to come down a little, Xen.