κέρμα: Difference between revisions

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />petite pièce de monnaie.<br />'''Étymologie:''' [[κείρω]].
|btext=ατος (τό) :<br />petite pièce de monnaie.<br />'''Étymologie:''' [[κείρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κέρμα''': τό, ([[κείρω]]) [[τεμάχιον]], [[ἐντεῦθεν]], μικρὸν [[νόμισμα]], «λεπτόν», Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Μήδῳ» 1, Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωπι» 3· ἐγκάψας τὸ κ. εἰς τὴν γνάθον Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 1· μικροῦ πρίασθαι κ. τὴν ἡδονὴν Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1. 7· ― ἐν τῷ πληθ., μικρὰ νομίσματα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1108, Πλ. 379, κτλ. διδοὺς κέρματα παρὰ Δημ. 549. 27 ([[ἔνθα]] ἴδε Buttm.), κτλ. 2) [[καθόλου]], μικρὰ ἐμπορεύματα, Ἀνθ. Π. 5. 45.
|elnltext=κέρμα -ατος, τό [κείρω] fragment, brokstukje. plur. kleingeld.
}}
{{elru
|elrutext='''κέρμα:''' ατος τό pl. мелкие монеты, деньги Dem., NT, Plut., Anth.: τὸ [[στόμα]] τινὸς ἐπιβύειν κέρμασιν Arph. заткнуть кому-л. рот некоторой суммой денег, т. е. подкупить кого-л.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κέρμα:''' -ατος, τό ([[κείρω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[τεμάχιο]]· απ' όπου, μικρό [[νόμισμα]], [[οβολός]], στον πληθ., μικρά κέρματα, «[[ψιλά]]», σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, μικρά εμπορεύματα, σε Ανθ.
|lsmtext='''κέρμα:''' -ατος, τό ([[κείρω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[τεμάχιο]]· απ' όπου, μικρό [[νόμισμα]], [[οβολός]], στον πληθ., μικρά κέρματα, «[[ψιλά]]», σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, μικρά εμπορεύματα, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κέρμα:''' ατος τό pl. мелкие монеты, деньги Dem., NT, Plut., Anth.: τὸ [[στόμα]] τινὸς ἐπιβύειν κέρμασιν Arph. заткнуть кому-л. рот некоторой суммой денег, т. е. подкупить кого-л.
|lstext='''κέρμα''': τό, ([[κείρω]]) [[τεμάχιον]], [[ἐντεῦθεν]], μικρὸν [[νόμισμα]], «λεπτόν», Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Μήδῳ» 1, Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωπι» 3· ἐγκάψας τὸ κ. εἰς τὴν γνάθον Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 1· μικροῦ πρίασθαι κ. τὴν ἡδονὴν Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1. 7· ― ἐν τῷ πληθ., μικρὰ νομίσματα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1108, Πλ. 379, κτλ. διδοὺς κέρματα παρὰ Δημ. 549. 27 ([[ἔνθα]] ἴδε Buttm.), κτλ. 2) [[καθόλου]], μικρὰ ἐμπορεύματα, Ἀνθ. Π. 5. 45.
}}
{{elnl
|elnltext=κέρμα -ατος, τό [κείρω] fragment, brokstukje. plur. kleingeld.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέρμα Medium diacritics: κέρμα Low diacritics: κέρμα Capitals: ΚΕΡΜΑ
Transliteration A: kérma Transliteration B: kerma Transliteration C: kerma Beta Code: ke/rma

English (LSJ)

ατος, τό, (κείρω) A fragment, κέρματα θηρείων μελέων dub.l. in Emp.101.1; τὰ κ. τοῦ ἡνωμένου ἡνωμένα Dam.Pr.107, cf. Suid.; but mostly, 2 coin, ἐγκάψας τὸ κ. εἰς τὴν γνάθον Alex.128.7; μικροῦ πρίασθαι κ. τὴν ἡδονήν Eub.67.7, cf. Amphis 5, Antiph.131; collectively, cash, Theopomp.Com.30, Arr.Epict.2.10.14, al., Cat.Cod. Astr.7.244; especially of copper money, opp. silver (ἀργύριον), PGen.77.5 (ii/iii A.D.): freq. in plural, μικρὰ κ. Ar.Av.1108, cf. Pl.379, Eub.84.1; διδοὺς κέρματα Test. ap. D.21.107, cf. Theopomp.Hist.89a, UPZ81 iv 20, 145 xi 71 (ii B.C.), Alciphr.1.2, AP5.44 (Cillactor).

German (Pape)

[Seite 1424] τό, eigtl. das Abgeriebene, Zerschnittene, ein kleines Stück, bes. kleines Geld, Scheidemünze; μικροῦ κέρματος πρίασθαι τὴν ἡδονήν Eubul. Ath. XIII, 568 f; Sp., wie N. T.; gew. im plur., τὸ στόμ' ἐπιβύσας κέρμασιν τῶν ῥητόρων, mit einigen Hellern den Mund stopfen, Ar. Plut. 349; Theopomp. bei Ath. XII, 533 a; Dem. 21, 107; oft in der Anth., Ascipds. 27 (V, 181) Glauc. 1 (XII, 44).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
petite pièce de monnaie.
Étymologie: κείρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέρμα -ατος, τό [κείρω] fragment, brokstukje. plur. kleingeld.

Russian (Dvoretsky)

κέρμα: ατος τό pl. мелкие монеты, деньги Dem., NT, Plut., Anth.: τὸ στόμα τινὸς ἐπιβύειν κέρμασιν Arph. заткнуть кому-л. рот некоторой суммой денег, т. е. подкупить кого-л.

English (Strong)

from κείρω; a clipping (bit), i.e. (specially) a coin: money.

English (Thayer)

κερματος, τό (κείρω to cut into bits), small pieces of money, small coin, change; generally and collectively, τό κέρμα money: L marginal reading Tr WH τά κερματα; (Aristophanes, Demosthenes, Josephus, others). Cf. the full exhibition of the use of the word given by Fischer, De vitiis lexicorum N. T. etc., p. 264ff

Greek Monolingual

το (Α κέρμα) κείρω
νεοελλ.
1. νόμισμα μικρής αξίας κατασκευασμένο συνήθως από μη πολύτιμο μέταλλο
2. ναυτ. παλαιότερα, η σφαιρική οβίδα την οποία εκσφενδόνιζαν τα πυροβόλα που ήταν στημένα στο κατάστρωμα πλοίου
3. (πυρην. φυσ.) η κινητική ενέργεια που μεταδίδεται από μη φορτισμένα σωματίδια σε φορτισμένα σωματίδια ανά μονάδα μάζας
αρχ.
1. τεμάχιο, θραύσμα, κομμάτι, μέρος («τὰ κέρματα τοῦ ἡνωμένου ἡνωμένα», Δαμάσκ.)
2. μικρό νόμισμα, συν. χάλκινο
3. (περιληπτικά) χρήματα.

Greek Monotonic

κέρμα: -ατος, τό (κείρω),
1. τεμάχιο· απ' όπου, μικρό νόμισμα, οβολός, στον πληθ., μικρά κέρματα, «ψιλά», σε Αριστοφ.
2. γενικά, μικρά εμπορεύματα, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κέρμα: τό, (κείρω) τεμάχιον, ἐντεῦθεν, μικρὸν νόμισμα, «λεπτόν», Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Μήδῳ» 1, Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωπι» 3· ἐγκάψας τὸ κ. εἰς τὴν γνάθον Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 1· μικροῦ πρίασθαι κ. τὴν ἡδονὴν Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1. 7· ― ἐν τῷ πληθ., μικρὰ νομίσματα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1108, Πλ. 379, κτλ. διδοὺς κέρματα παρὰ Δημ. 549. 27 (ἔνθα ἴδε Buttm.), κτλ. 2) καθόλου, μικρὰ ἐμπορεύματα, Ἀνθ. Π. 5. 45.

Middle Liddell

κέρμα, ατος, τό, κείρω
1. a slice: hence, a small coin, mite, in plural small coin, small change, Ar.
2. generally, small wares, Anth.

Chinese

原文音譯:kšrma 咳而馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:修剪(果效)
字義溯源:銀錢,銀幣,小錢,修剪;(昔時的稅吏常'修剪'銀錢一部份,作為兌換佣金),源自(κείρω)*=剪)。參讀 (ἀργύριον)同義字
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 銀錢(1) 約2:15