καχάζω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> καχάξω;<br />rire aux éclats.<br /><i><b>Étym.</b> skr.</i> kákhati, <i>lat.</i> cachinnare.
|btext=<i>f.</i> καχάξω;<br />rire aux éclats.<br /><i><b>Étym.</b> skr.</i> kákhati, <i>lat.</i> cachinnare.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κᾰχάζω''': Δωρ. μέλλ. καχαξῶ, Θεόκρ. 5. 142·- (πιθανῶς κατ’ ὀνοματοπ. ὡς τὸ [[καγχαλάω]], Λατ. cachinnor), (ἐκ τοῦ κατὰ τὸν γέλωτα ἐπαναλαμβανομένου συχνὰ φθόγγου χα- χα- χα-, πρβλ. τὸ σημερινὸν χαχανίζω ἢ καχανίζω, ἐπὶ τοῦ ἠχηροῦ γέλωτος τῶν ἀνδρῶν, ὡς τὸ [[κιχλίζω]], ἐπὶ τῶν γυναικῶν), Κλήμ. Ἀλεξ. 196· ἀθρόως, ἀφθόνως καὶ ἀμέτρως γελῶ, (ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «ἀθρόως, ἀπαιδεύτως γελῶ»). Καγχάζω, ἠχηρῶς γελῶ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 849, Ἀνακρεόντ. 34, 29, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 6. 3· ἐπί τινι, διά τι, Εὔβουλ. ἐν «Δαμ.» 1, Λουκ. Ἔρωτες 23· μέγα κατά τινος Θεόκρ., ἔνθ’ ἀνωτ.· [[ὡσαύτως]] μετά τινος σημασίας [[καταφρονήσεως]] ἢ ἐμπαιγμοῦ, ἁπάντων καχαζόντων γλώσσαις Σοφ. Αἴ. 199.- Τὰ Ἀντίγραφα [[συχνάκις]] παρέχουσι τὴν γραφὴν [[καγχάζω]] (ὡς ἀνακαγχάσας Πλάτ. Εὐθύδ. 300D, ἀνεκάγχασε Πολ. 337Α), καὶ τὸν τύπον τοῦτον ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] ἐν Βαβρ. 99. 8, [[λύκος]] δ’ ἐπ’ αὐτῷ καγχάσας, ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 5. 230., 6. 74· ἀλλ’ ὁ παλαιὸς Ἀττ. [[τύπος]] ἦτο [[καχάζω]], ἀπαιτούμενος ὑπὸ τοῦ μέτρου παρὰ Σοφ. καὶ Ἀριστ., ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. [[καχασμός]].
|elnltext=καχάζω, ook καγχάζω, aor. ἐκάχασα in compos. (ἀνα -); Dor. fut. καχαξῶ schaterlachen.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰχάζω:''' (дор. fut. καχαξῶ) громко смеяться, хохотать (Anacr., Soph., Arph.; [[κατά]] τινος Theocr. и τινί Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κᾰχάζω:''' Δωρ. μέλ. <i>καχαξῶ</i>, [[γελώ]] [[δυνατά]], σε Σοφ., Θεόκρ. (ηχομιμ. [[λέξη]], πρβλ. Λατ. cachinnari).
|lsmtext='''κᾰχάζω:''' Δωρ. μέλ. <i>καχαξῶ</i>, [[γελώ]] [[δυνατά]], σε Σοφ., Θεόκρ. (ηχομιμ. [[λέξη]], πρβλ. Λατ. cachinnari).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰχάζω:''' (дор. fut. καχαξῶ) громко смеяться, хохотать (Anacr., Soph., Arph.; [[κατά]] τινος Theocr. и τινί Luc.).
|lstext='''κᾰχάζω''': Δωρ. μέλλ. καχαξῶ, Θεόκρ. 5. 142·- (πιθανῶς κατ’ ὀνοματοπ. ὡς τὸ [[καγχαλάω]], Λατ. cachinnor), (ἐκ τοῦ κατὰ τὸν γέλωτα ἐπαναλαμβανομένου συχνὰ φθόγγου χα- χα- χα-, πρβλ. τὸ σημερινὸν χαχανίζω ἢ καχανίζω, ἐπὶ τοῦ ἠχηροῦ γέλωτος τῶν ἀνδρῶν, ὡς τὸ [[κιχλίζω]], ἐπὶ τῶν γυναικῶν), Κλήμ. Ἀλεξ. 196· ἀθρόως, ἀφθόνως καὶ ἀμέτρως γελῶ, (ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «ἀθρόως, ἀπαιδεύτως γελῶ»). Καγχάζω, ἠχηρῶς γελῶ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 849, Ἀνακρεόντ. 34, 29, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 6. 3· ἐπί τινι, διά τι, Εὔβουλ. ἐν «Δαμ.» 1, Λουκ. Ἔρωτες 23· μέγα κατά τινος Θεόκρ., ἔνθ’ ἀνωτ.· [[ὡσαύτως]] μετά τινος σημασίας [[καταφρονήσεως]] ἢ ἐμπαιγμοῦ, ἁπάντων καχαζόντων γλώσσαις Σοφ. Αἴ. 199.- Τὰ Ἀντίγραφα [[συχνάκις]] παρέχουσι τὴν γραφὴν [[καγχάζω]] (ὡς ἀνακαγχάσας Πλάτ. Εὐθύδ. 300D, ἀνεκάγχασε Πολ. 337Α), καὶ τὸν τύπον τοῦτον ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] ἐν Βαβρ. 99. 8, [[λύκος]] δ’ ἐπ’ αὐτῷ καγχάσας, ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 5. 230., 6. 74· ἀλλ’ ὁ παλαιὸς Ἀττ. [[τύπος]] ἦτο [[καχάζω]], ἀπαιτούμενος ὑπὸ τοῦ μέτρου παρὰ Σοφ. καὶ Ἀριστ., ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. [[καχασμός]].
}}
{{elnl
|elnltext=καχάζω, ook καγχάζω, aor. ἐκάχασα in compos. (ἀνα -); Dor. fut. καχαξῶ schaterlachen.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 20:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰχάζω Medium diacritics: καχάζω Low diacritics: καχάζω Capitals: ΚΑΧΑΖΩ
Transliteration A: kacházō Transliteration B: kachazō Transliteration C: kachazo Beta Code: kaxa/zw

English (LSJ)

Dor. fut. καχαξῶ Theoc.5.142:—also in nasalized form καγχάζω, S.Aj.198 (lyr., v.l.), Babr.99.8, AP5.229 (Paul.Sil.), 6.74 (Agath.); cf. ἀνακαγχάζω:—laugh aloud, S.Ichn.348, Ar.Ec.849, Anacreont.31.29, Luc.DMeretr.6.3; ἐπί τινι at one, Eub.8, Luc. Am.23; μέγα κατά τινος Theoc. l. c.; jeer, mock, ἁπάντων καγχαζόντων γλώσσαις S.Aj.l.c. (Prob. onomatopoeic, by dissim. fr. χὰ χά 'ha! ha!')

German (Pape)

[Seite 1409] (χάω, χαίνω), fut. dor. καχαξῶ, Theocr. 5, 142, laut lachen, ἀθρόως γελᾶν, VLL. Diese Form ist durch das Metrum geboten Ar. Eccl. 849 Anacr. 31, 29; kann auch Soph. Ai. 198 (hohnlachen) stehen. Erst Sp., wie Luc. amor. 23 (ἐπί τινι) D. meretr. 6, 3 Ath. X, 438 f Poll. 6, 199 haben καγχάζω. Vgl. kichern, cachinnari.

French (Bailly abrégé)

f. καχάξω;
rire aux éclats.
Étym. skr. kákhati, lat. cachinnare.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καχάζω, ook καγχάζω, aor. ἐκάχασα in compos. (ἀνα -); Dor. fut. καχαξῶ schaterlachen.

Russian (Dvoretsky)

κᾰχάζω: (дор. fut. καχαξῶ) громко смеяться, хохотать (Anacr., Soph., Arph.; κατά τινος Theocr. и τινί Luc.).

Greek Monolingual

καχάζω (Α)
βλ. καγχάζω.

Greek Monotonic

κᾰχάζω: Δωρ. μέλ. καχαξῶ, γελώ δυνατά, σε Σοφ., Θεόκρ. (ηχομιμ. λέξη, πρβλ. Λατ. cachinnari).

Greek (Liddell-Scott)

κᾰχάζω: Δωρ. μέλλ. καχαξῶ, Θεόκρ. 5. 142·- (πιθανῶς κατ’ ὀνοματοπ. ὡς τὸ καγχαλάω, Λατ. cachinnor), (ἐκ τοῦ κατὰ τὸν γέλωτα ἐπαναλαμβανομένου συχνὰ φθόγγου χα- χα- χα-, πρβλ. τὸ σημερινὸν χαχανίζω ἢ καχανίζω, ἐπὶ τοῦ ἠχηροῦ γέλωτος τῶν ἀνδρῶν, ὡς τὸ κιχλίζω, ἐπὶ τῶν γυναικῶν), Κλήμ. Ἀλεξ. 196· ἀθρόως, ἀφθόνως καὶ ἀμέτρως γελῶ, (ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «ἀθρόως, ἀπαιδεύτως γελῶ»). Καγχάζω, ἠχηρῶς γελῶ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 849, Ἀνακρεόντ. 34, 29, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 6. 3· ἐπί τινι, διά τι, Εὔβουλ. ἐν «Δαμ.» 1, Λουκ. Ἔρωτες 23· μέγα κατά τινος Θεόκρ., ἔνθ’ ἀνωτ.· ὡσαύτως μετά τινος σημασίας καταφρονήσεως ἢ ἐμπαιγμοῦ, ἁπάντων καχαζόντων γλώσσαις Σοφ. Αἴ. 199.- Τὰ Ἀντίγραφα συχνάκις παρέχουσι τὴν γραφὴν καγχάζω (ὡς ἀνακαγχάσας Πλάτ. Εὐθύδ. 300D, ἀνεκάγχασε Πολ. 337Α), καὶ τὸν τύπον τοῦτον ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον ἐν Βαβρ. 99. 8, λύκος δ’ ἐπ’ αὐτῷ καγχάσας, ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 5. 230., 6. 74· ἀλλ’ ὁ παλαιὸς Ἀττ. τύπος ἦτο καχάζω, ἀπαιτούμενος ὑπὸ τοῦ μέτρου παρὰ Σοφ. καὶ Ἀριστ., ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. καχασμός.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: laugh loudly (IA, Theoc.).
Other forms: also κακχάζω, καγχάζω (on the gemination and nasalisation Schwyzer 315 a. 647), aor. καχάσαι, fut. καχαξῶ (Theoc.),
Compounds: also with prefix, e. g. ἀνα-, ἐκ-,
Derivatives: καχασμοί pl. (Ar. Nu. 1073, v.l.), κακχαδίαι ἰσχνό-φωνοι H.
Origin: IE [Indo-European] [634] *kha kha ha ha
Etymology: Reduplicated sound-word with comparable forms in several languages: Skt. (gramm.) kákhati, OCS chochotati, OHG kachazzen id., Arm. xaxan-k pl., Lat. cachinnus resounding laughter with cachinnō, -āre; perhaps genetic cognate, which is uncertain. Cf. Pok. 634 and the etym. dict., notably W.-Hofmann s. cachinnō. S. also *κηκάζω.

Middle Liddell

κᾰχάζω,
to laugh aloud, Soph., Theocr. (Formed from the sound, cf. Lat. cachinnari.)

Frisk Etymology German

καχάζω: {kakházō}
Forms: auch κακχάζω, καγχάζω (zur Gemination und Nasalierung Schwyzer 315 u. 647), Aor. καχάσαι, Fut. καχαξῶ (Theok.),
Grammar: v.
Meaning: laut lachen (ion. att., Theok.).
Composita: auch mit Präfix, z. B. ἀνα-, ἐκ-,
Derivative: Davon καχασμοί pl. (Ar. Nu. 1073, v.l.), κακχαδίαι· ἰσχνόφωνοι H.
Etymology: Redupliziertes Schallwort mit nahen Entsprechungen in mehreren Sprachen: aind. (Gramm.) kákhati, aksl. chochotati, ahd. kachazzen laut lachen, arm. xaxan-k‘ pl., lat. cachinnus schallendes Gelächter mit cachinnō, -āre; genetische Verwandtschaft ist möglich aber selbstverständlich unsicher. Vgl. WP 1,336, Pok. 634 und die Spezialwörterbücher, namentlich W.-Hofmann s. cachinnō mit weiteren Formen und Lit. S. auch *κηκάζω.
Page 1,804