κρίβανος: Difference between revisions
οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> four à griller de l'orge ; <i>p. ext.</i> four de campagne, tourtière;<br /><b>2</b> trou de rocher.<br />'''Étymologie:''' DELG t. techn. obscur. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> four à griller de l'orge ; <i>p. ext.</i> four de campagne, tourtière;<br /><b>2</b> trou de rocher.<br />'''Étymologie:''' DELG t. techn. obscur. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κρίβανος -ου, ὁ, ook κλίβανος, kribanos, broodpan (gesloten pot of pan om brood in te bakken). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρίβᾰνος:''' ион. и поздн. κλίβᾰνος (ῑβ) ὁ духовая печь Her., Arph. etc. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''κρίβᾰνος:''' [ῑ], Ιων. κλίβᾰνος, ὁ, χωμάτινο [[αγγείο]], [[κατσαρόλι]], πιο πλατύ στη [[βάση]] από όσο στην [[κορυφή]], στο οποίο μέσα ψηνόταν το [[ψωμί]] βάζοντας ζεστά κάρβουνα [[τριγύρω]] του, σε Ηρόδ., Αριστοφ. | |lsmtext='''κρίβᾰνος:''' [ῑ], Ιων. κλίβᾰνος, ὁ, χωμάτινο [[αγγείο]], [[κατσαρόλι]], πιο πλατύ στη [[βάση]] από όσο στην [[κορυφή]], στο οποίο μέσα ψηνόταν το [[ψωμί]] βάζοντας ζεστά κάρβουνα [[τριγύρω]] του, σε Ηρόδ., Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κρίβᾰνος''': ῑ, ὁ, Ἀττ. ἀντὶ κλίβανος ([[ὅπερ]] θεωρεῖται Δωρ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 538. 19, πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 179)· ― πήλινον [[ἀγγεῖον]], [[χύτρα]] πλατυτέρα κατὰ τὴν βάσιν ἢ τὴν κορυφήν, ἐν ᾗ ὡπτᾶτο ἄρτος περιτιθεμένης θερμῆς τέφρας περὶ αὐτήν, [[διότι]] παρήγετο οὕτω [[θερμότης]] ὁμαλωτέρα ἢ ἐν τῷ συνήθει ἰπνῷ, «φούρνῳ», ([[ἰπνός]]), Ἡρόδ. 2. 92 (ἐν τῷ τύπῳ κλιβ-), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321, Ἀριστοφ. Ἀχ. 86, Σφ. 1153, κ. ἀλλ., Ἀντιφάν. ἐν «Ὀμφάλῃ» 1. 5. 2) [[ἀγγεῖον]] χωνοειδὲς χρησιμεῦον πρὸς ἄντλησιν ὕδατος ἐκ φρέατος, Στράβ. 754. ΙΙ. [[κοιλότης]], [[κοίλωμα]] ἐντὸς βράχου, Αἰλ. π. Ζ. 2. 22. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 20:48, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ, Att. for κλίβανος (which is called Dor. in EM538.19, cf. Epich.143, and is the usually form in Pap., PPetr.3p.328 (iii B. C.), etc.), A covered earthen vessel, wider at bottom than at top, wherein bread was baked by putting hot embers round it, Hdt.2.92 (in form κλιβ-), A.Fr.309, Ar.Ach.86, V.1153, al., Antiph.176.5; οὕτως εἰμὶ ὡς εἰς κρίβανον POxy. 1842.7 (vi A. D.); potter's oven, PCair.Zen.271.9 (iii B. C., κλ-). 2 funnel-shaped vessel, used for drawing water, Str.16.2.13 (κλ-). II underground channel or vaulted passage, in irrigation works, Sammelb. 7188.17 (ii B. C., κλ-). 2 hollow, cavern in a rock, Ael.NA 2.22.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 four à griller de l'orge ; p. ext. four de campagne, tourtière;
2 trou de rocher.
Étymologie: DELG t. techn. obscur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρίβανος -ου, ὁ, ook κλίβανος, kribanos, broodpan (gesloten pot of pan om brood in te bakken).
Russian (Dvoretsky)
κρίβᾰνος: ион. и поздн. κλίβᾰνος (ῑβ) ὁ духовая печь Her., Arph. etc.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κρίβᾰνος: [ῑ], Ιων. κλίβᾰνος, ὁ, χωμάτινο αγγείο, κατσαρόλι, πιο πλατύ στη βάση από όσο στην κορυφή, στο οποίο μέσα ψηνόταν το ψωμί βάζοντας ζεστά κάρβουνα τριγύρω του, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κρίβᾰνος: ῑ, ὁ, Ἀττ. ἀντὶ κλίβανος (ὅπερ θεωρεῖται Δωρ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 538. 19, πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 179)· ― πήλινον ἀγγεῖον, χύτρα πλατυτέρα κατὰ τὴν βάσιν ἢ τὴν κορυφήν, ἐν ᾗ ὡπτᾶτο ἄρτος περιτιθεμένης θερμῆς τέφρας περὶ αὐτήν, διότι παρήγετο οὕτω θερμότης ὁμαλωτέρα ἢ ἐν τῷ συνήθει ἰπνῷ, «φούρνῳ», (ἰπνός), Ἡρόδ. 2. 92 (ἐν τῷ τύπῳ κλιβ-), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321, Ἀριστοφ. Ἀχ. 86, Σφ. 1153, κ. ἀλλ., Ἀντιφάν. ἐν «Ὀμφάλῃ» 1. 5. 2) ἀγγεῖον χωνοειδὲς χρησιμεῦον πρὸς ἄντλησιν ὕδατος ἐκ φρέατος, Στράβ. 754. ΙΙ. κοιλότης, κοίλωμα ἐντὸς βράχου, Αἰλ. π. Ζ. 2. 22.
Frisk Etymological English
See also: s. κλίβανος.
Middle Liddell
an earthen vessel, a pan, wider at bottom than at top, wherein bread was baked by putting hot embers round it, Hdt., Ar.
Frisk Etymology German
κρίβανος: {kríbanos}
See also: s. κλίβανος.
Page 2,17