παμποίκιλος: Difference between revisions
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />couvert de broderies.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ποικίλος]]. | |btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />couvert de broderies.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ποικίλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=παμποίκιλος -ον [πᾶς, ποικίλος] bontgekleurd. overdr. zeer gevarieerd, allerlei. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παμποίκῐλος:''' 2, реже 3<br /><b class="num">1)</b> [[чрезвычайно пестрый]], [[многоцветный]] (πέπλοι Hom.; νεβρῶν στολίδες Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[весьма разнообразный]] (ἀλλοιότητες Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[смешанный]], [[разношерстный]] ([[δῆμος]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''παμποίκῐλος:''' -ον, [[πολυποίκιλος]], αυτός που έχει γίνει με πλούσια και ποικίλη [[εργασία]], σε Όμηρ.· [[γεμάτος]] σημάδια, λέγεται για φαιοκίτρινα δέρματα, σε Ευρ. | |lsmtext='''παμποίκῐλος:''' -ον, [[πολυποίκιλος]], αυτός που έχει γίνει με πλούσια και ποικίλη [[εργασία]], σε Όμηρ.· [[γεμάτος]] σημάδια, λέγεται για φαιοκίτρινα δέρματα, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''παμποίκῐλος''': -ον, [[πολυποίκιλος]], ὁ ποικίλης ἐργασίας, πέπλοι Ἰλ. Ζ. 289, Ὀδ. Ο. 105· ἐπὶ ἱερῶν σκευῶν, Πινδ. Ν. 10. 68· ἐπὶ δερμάτων νεβρῶν, [[κατάστικτος]], Εὐρ. Ἑλ. 1359. ΙΙ. μεταφ., ἀλλοιότητας παμποικίλους (διάφ. γραφ. παμποικίλας, [[ὅθεν]] ὁ Δινδ. διορθοῖ [[πάνυ]] ποικίλας), Πλάτ. Τίμ. 82Β. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=παμ-ποίκῐλος, ον,<br />all-[[variegated]], of [[rich]] and [[varied]] [[work]], Hom.: all-[[spotted]], of [[fawn]]-skins, Eur. | |mdlsjtxt=παμ-ποίκῐλος, ον,<br />all-[[variegated]], of [[rich]] and [[varied]] [[work]], Hom.: all-[[spotted]], of [[fawn]]-skins, Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A all-variegated, of rich and varied work, πέπλοι Od. 15.105, cf. Il.6.289; of sacred vases, Pi.N.10.36; νεβρῶν π. στολίδες E.Hel.1359 (lyr.); of persons, π. περὶ πᾶσαν τέχνην καὶ πρᾶξιν Vett. Val. 17.16. II metaph., ὕφασμα, of the universe, Ph. 1.651, cf. 654; manifold, ἀλλοιότητας παμποικίλους (παμποικίλας codd.) Pl.Ti.82b.
German (Pape)
[Seite 454] ganz, sehr bunt; von künstlichen Webereien und Stickereien, πέπλοι, Il. 6, 289 Od. 15, 105; ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις, Pind. N. 10, 36; νεβρῶν παμποίκιλοι στολίδες, Eur. Hel. 1375; Sp., χιτών, D. Cass. 72, 2; übh. schr mannigfaltig, ἀλλοιότητες παμποίκιλαι (eigenes fem.), Plat. Tim. 82 b.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
couvert de broderies.
Étymologie: πᾶν, ποικίλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παμποίκιλος -ον [πᾶς, ποικίλος] bontgekleurd. overdr. zeer gevarieerd, allerlei.
Russian (Dvoretsky)
παμποίκῐλος: 2, реже 3
1) чрезвычайно пестрый, многоцветный (πέπλοι Hom.; νεβρῶν στολίδες Eur.);
2) весьма разнообразный (ἀλλοιότητες Plat.);
3) смешанный, разношерстный (δῆμος Plut.).
English (Autenrieth)
all variegated, embroidered all over, Il. 6.289 and Od. 15.105.
English (Slater)
παμποίκῐλος painted all over καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις (v. ἄγγος: ἐζωγραφοῦντο γὰρ αἱ ὑδρίαι Σ.) (N. 10.36)
Greek Monolingual
παμποίκιλος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει κατασκευαστεί με πλούσια και ποικίλη εργασία, πολυποίκιλος («νεβρών παμποίκιλοι στολίδες», Ευρ.)
μσν.
ο κάθε λογής
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από πολλά είδη, πολλαπλός, πολυειδής
2. (για πρόσ.) πολυμήχανος, εφευρετικός
3. φρ. «παμποίκιλον ὕφασμα»
μτφ. η οικουμένη (Φίλ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ποικίλος.
Greek Monotonic
παμποίκῐλος: -ον, πολυποίκιλος, αυτός που έχει γίνει με πλούσια και ποικίλη εργασία, σε Όμηρ.· γεμάτος σημάδια, λέγεται για φαιοκίτρινα δέρματα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
παμποίκῐλος: -ον, πολυποίκιλος, ὁ ποικίλης ἐργασίας, πέπλοι Ἰλ. Ζ. 289, Ὀδ. Ο. 105· ἐπὶ ἱερῶν σκευῶν, Πινδ. Ν. 10. 68· ἐπὶ δερμάτων νεβρῶν, κατάστικτος, Εὐρ. Ἑλ. 1359. ΙΙ. μεταφ., ἀλλοιότητας παμποικίλους (διάφ. γραφ. παμποικίλας, ὅθεν ὁ Δινδ. διορθοῖ πάνυ ποικίλας), Πλάτ. Τίμ. 82Β.
Middle Liddell
παμ-ποίκῐλος, ον,
all-variegated, of rich and varied work, Hom.: all-spotted, of fawn-skins, Eur.