κιννάμωμον: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br />cinname <i>ou</i> cannelier, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' mot phénicien selon HDT ; DELG cf. <i>hébr.</i> qinnamon.
|btext=ου (τό) :<br />cinname <i>ou</i> cannelier, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' mot phénicien selon HDT ; DELG cf. <i>hébr.</i> qinnamon.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κιννάμωμον''': τό, ἡ «κανέλλα», Ἡρόδ. 3. 111, [[ὅστις]] λέγει ὅτι οἱ Ἕλληνες παρέλαβον τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο παρὰ τῶν Φοινίκων· τοῦτο δὲ βεβαιοῦται ἐκ τοῦ Ἐβραϊκοῦ ὀνόματος·kinnâmôn· (οὕτω καὶ ἄλλων ἀρωμάτων τὰ ὀνόματα [[εἶναι]] Σημιτικά, ὡς [[κασία]] = τῷ Ἑβρ. quštzîâh· [[λιβανωτός]] = levônâh· [[μύρρα]] = môrâh, môr· [[λήδανον]] = lôth, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 112, [[ἔνθα]] λέγει ὅτι τὸ [[λάδανον]] [[εἶναι]] [[λέξις]] Ἀραβική). Τὸ [[κιννάμωμον]] ἦλθεν εἰς τὴν Ἑλλάδα διὰ τῶν Ἀράβων, [[εἶναι]] δὲ τὸ laurus cinnamomum, τῆς Κεϋλάνης· ― [[κασία]], ὁ φλοιὸς τῆς laurus cassia τῆς Μαλαβάρης [[εἶναι]] [[πρᾶγμα]] κατώτερον καὶ πολλῷ διάφορον. Γράφεται κινάμωμον, [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἐν Διον. Π. 945 (εὕρηται [[ὡσαύτως]] ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] ἐν ταῖς ἐκδόσεσι τοῦ Διοδ. 1. 91, Ἀρρ. Ἰνδ. 32, Ἀν. 20, 2), [[κίναμον]], Νικ. Θηρ. 947. ΙΙ. τὸ κ. [[ὄρνεον]], τὸ αὐτὸ καὶ [[κινναμολόγος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 5, Ἀντίγ. Καρ. 49.
|elnltext=κιννάμωμον -ου, τό kaneel (specerij).
}}
{{elru
|elrutext='''κιννάμωμον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[корица]] Her., Arst., NT, Diod., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[киннамом]] (индийская птица, строящая гнездо из веточек корицы) Arst.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κιννάμωμον:''' τό, κανέλλα, γλωσσικό [[δάνειο]] από τους Φοίνικες, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κιννάμωμον:''' τό, κανέλλα, γλωσσικό [[δάνειο]] από τους Φοίνικες, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κιννάμωμον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[корица]] Her., Arst., NT, Diod., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[киннамом]] (индийская птица, строящая гнездо из веточек корицы) Arst.
|lstext='''κιννάμωμον''': τό, ἡ «κανέλλα», Ἡρόδ. 3. 111, [[ὅστις]] λέγει ὅτι οἱ Ἕλληνες παρέλαβον τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο παρὰ τῶν Φοινίκων· τοῦτο δὲ βεβαιοῦται ἐκ τοῦ Ἐβραϊκοῦ ὀνόματος·kinnâmôn· (οὕτω καὶ ἄλλων ἀρωμάτων τὰ ὀνόματα [[εἶναι]] Σημιτικά, ὡς [[κασία]] = τῷ Ἑβρ. quštzîâh· [[λιβανωτός]] = levônâh· [[μύρρα]] = môrâh, môr· [[λήδανον]] = lôth, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 112, [[ἔνθα]] λέγει ὅτι τὸ [[λάδανον]] [[εἶναι]] [[λέξις]] Ἀραβική). Τὸ [[κιννάμωμον]] ἦλθεν εἰς τὴν Ἑλλάδα διὰ τῶν Ἀράβων, [[εἶναι]] δὲ τὸ laurus cinnamomum, τῆς Κεϋλάνης· ― [[κασία]], ὁ φλοιὸς τῆς laurus cassia τῆς Μαλαβάρης [[εἶναι]] [[πρᾶγμα]] κατώτερον καὶ πολλῷ διάφορον. Γράφεται κινάμωμον, [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἐν Διον. Π. 945 (εὕρηται [[ὡσαύτως]] ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] ἐν ταῖς ἐκδόσεσι τοῦ Διοδ. 1. 91, Ἀρρ. Ἰνδ. 32, Ἀν. 20, 2), [[κίναμον]], Νικ. Θηρ. 947. ΙΙ. τὸ κ. [[ὄρνεον]], τὸ αὐτὸ καὶ [[κινναμολόγος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 5, Ἀντίγ. Καρ. 49.
}}
{{elnl
|elnltext=κιννάμωμον -ου, τό kaneel (specerij).
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 21:04, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιννᾰμωμον Medium diacritics: κιννάμωμον Low diacritics: κιννάμωμον Capitals: ΚΙΝΝΑΜΩΜΟΝ
Transliteration A: kinnámōmon Transliteration B: kinnamōmon Transliteration C: kinnamomon Beta Code: kinna/mwmon

English (LSJ)

τό, = Hebr. A ḳinnamon, a superior kind of cassia, Cinnamomum Cassia, Hdt.3.111, Thphr.HP9.5.1, PSI6.628 (iii B.C.), OGI 214.59 (Didyma, iii B.C.), etc.: κῐνάμωμον, D.P.945 (pl.), also in codd. of D.S.1.91, v.l. in Hdt.l.c.; cf. κίνναμον. II name of a fabulous Indian bird, said to make its nest of twigs of κιννάμωμον (cf. κινναμολόγος), Arist.HA616a6, Antig.Mir.43, Ael.NA2.34.

German (Pape)

[Seite 1441] τό, auch κινάμωμον, D. Per. 945, u. κίναμον, s. oben, Zimmt, die würzige Rinde des Zimmtstrauches, der auch selbst so heißt; Theophr., Diosc. u. a. Sp. Nach Her. 3, 111 ein Fremdwort, das er selbst durch κάρφη, »dünne, dürre Reiser« übersetzt.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
cinname ou cannelier, arbre.
Étymologie: mot phénicien selon HDT ; DELG cf. hébr. qinnamon.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιννάμωμον -ου, τό kaneel (specerij).

Russian (Dvoretsky)

κιννάμωμον: τό
1) корица Her., Arst., NT, Diod., Plut.;
2) киннамом (индийская птица, строящая гнездо из веточек корицы) Arst.

Spanish

cinamomo

Greek Monotonic

κιννάμωμον: τό, κανέλλα, γλωσσικό δάνειο από τους Φοίνικες, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κιννάμωμον: τό, ἡ «κανέλλα», Ἡρόδ. 3. 111, ὅστις λέγει ὅτι οἱ Ἕλληνες παρέλαβον τὸ ὄνομα τοῦτο παρὰ τῶν Φοινίκων· τοῦτο δὲ βεβαιοῦται ἐκ τοῦ Ἐβραϊκοῦ ὀνόματος·kinnâmôn· (οὕτω καὶ ἄλλων ἀρωμάτων τὰ ὀνόματα εἶναι Σημιτικά, ὡς κασία = τῷ Ἑβρ. quštzîâh· λιβανωτός = levônâh· μύρρα = môrâh, môr· λήδανον = lôth, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 112, ἔνθα λέγει ὅτι τὸ λάδανον εἶναι λέξις Ἀραβική). Τὸ κιννάμωμον ἦλθεν εἰς τὴν Ἑλλάδα διὰ τῶν Ἀράβων, εἶναι δὲ τὸ laurus cinnamomum, τῆς Κεϋλάνης· ― κασία, ὁ φλοιὸς τῆς laurus cassia τῆς Μαλαβάρης εἶναι πρᾶγμα κατώτερον καὶ πολλῷ διάφορον. Γράφεται κινάμωμον, χάριν τοῦ μέτρου ἐν Διον. Π. 945 (εὕρηται ὡσαύτωςτύπος οὗτος ἐν ταῖς ἐκδόσεσι τοῦ Διοδ. 1. 91, Ἀρρ. Ἰνδ. 32, Ἀν. 20, 2), κίναμον, Νικ. Θηρ. 947. ΙΙ. τὸ κ. ὄρνεον, τὸ αὐτὸ καὶ κινναμολόγος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 5, Ἀντίγ. Καρ. 49.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: usually taken as caudle; acc. to Hennig Klio 32, 325ff. a diff. sweet-smelling substance (Hdt., Thphr.).
Other forms: rarely -ν-, also κίνναμον (Plin.), -ν- (Nic. Th. 947),
Compounds: as 1. member in κινναμωμο-φόρος (γῆ, Str.), κινναμο-λόγος m. name of a mythical bird (Plin.), also called κιννάμωμον (Arist.); s. Thompson Birds s. v.
Derivatives: κινναμωμίς f. a lower kind of cinnamon (Gal.), κινναμώμινος prepared of (with) cinnamon (Antiph.), -μίζω be similar to cinnamon (Dsc. 5, 121).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Phoen.
Etymology: From Phoenician (Hdt. 3, 111); cf. Hebr. qinnāmōn id.; ending after the spice-plant ἄμωμον or folketymologically after ἄμωμος blameless. Lewy Fremdw. 37, Schrader-Nehring Reallex. 2, 695f.

Middle Liddell

κιννάμωμον, ου, τό,
cinnamon, a word borrowed from the Phoenicians, Hdt.

Frisk Etymology German

κιννάμωμον: {kinnámōmon}
Forms: vereinzelt -ν-, auch κίνναμον (Plin.), -ν- (Nik. Th. 947),
Grammar: n. (Hdt., Thphr., Pap. usw.),
Meaning: gewöhnlich als Zimt erklärt; nach Hennig Klio 32, 325ff. irgendeine andere wohlriechende Substanz;
Composita: als Vorderglied in κινναμωμοφόρος (γῆ, Str.), κινναμολόγος m. N. eines mythischen Vogels (Plin.), auch κιννάμωμον genannt (Arist. u. a.); zur Sache Thompson Birds s. v.
Derivative: Davon κινναμωμίς f. eine geringere Art des Zimtes (Gal.), κινναμώμινος ‘aus (mit) Zimt bereitet’ (Antiph. u. a.), -μίζω dem Zimte ähnlich sein (Dsk. 5, 121).
Etymology: Aus dem Phönikischen (Hdt. 3, 111); vgl. hebr. qinnāmōn ib.; Ausgang nach der Gewürzpflanze ἄμωμον oder volksetymologisch nach ἄμωμος tadellos. Lewy Fremdw. 37, Schrader-Nehring Reallex. 2, 695f.
Page 1,856

Chinese

原文音譯:kin£mwmon 企那摩蒙
詞類次數:名詞(1)
原文字根:肉桂 相當於: (קִנָּמֹון‎)
字義溯源:肉桂;源自希伯來文(קִנָּמֹון‎)=桂皮),出自:豎立
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 肉桂(1) 啓18:13