κῶμα: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />sommeil profond.<br />'''Étymologie:''' [[κοιμάω]].
|btext=ατος (τό) :<br />sommeil profond.<br />'''Étymologie:''' [[κοιμάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κῶμα''': τό, ([[κεῖμαι]], [[κοιμάω]]) βαθὺς [[ὕπνος]], [[λήθαργος]], Λατ. sopor, αὐτῷ… [[μαλακὸν]] περὶ [[κῶμα]] καλύψω Ἰλ. Ξ. 359· ἦ με… [[μαλακὸν]] περὶ κῶμ’ ἐκάλυψεν Ὀδ. Σ. 201· κακὸν δ’ ἐπὶ [[κῶμα]] καλύπτει Ἡσιόδ. Θ. 798· αἰθυσσομένων δὲ [[φύλλον]] κ. καταρρεῖ Σαμπφὼ 4· ὕπνου κ. Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3. 6· ― μεταφ. ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τῆς μουσικῆς, Πινδ. Π. 1. 21. ― Ἄχρηστον παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς. 2) ἐν τῇ Ἰατρικῇ, ληθαργικὴ [[κατάστασις]], συνεχές, οὐχ ὑπνῶδες ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδ. 3. 1085· πρβλ. Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 458, Foes. Oecon., καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[κάρος]].
|elnltext=κῶμα -ατος, τό poët. diepe slaap, trance, spec. door betovering:. αἰθυσσομένων δὲ φύλλων κῶμα κατέρρει uit de ritselende bladeren daalt diepe slaap neer Sapph. 2.8. geneesk. bewusteloosheid, coma.
}}
{{elru
|elrutext='''κῶμα:''' ατος τό (тж. ὕπνου κ. Theocr.) сон, дремота Hom., Hes., Pind.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κῶμα:''' -ατος, τό ([[κεῖμαι]]), [[βαθύς]] ύπνος, λήθαργο, ύπνος [[γαλήνιος]], Λατ. [[sopor]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
|lsmtext='''κῶμα:''' -ατος, τό ([[κεῖμαι]]), [[βαθύς]] ύπνος, λήθαργο, ύπνος [[γαλήνιος]], Λατ. [[sopor]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῶμα:''' ατος τό (тж. ὕπνου κ. Theocr.) сон, дремота Hom., Hes., Pind.
|lstext='''κῶμα''': τό, ([[κεῖμαι]], [[κοιμάω]]) βαθὺς [[ὕπνος]], [[λήθαργος]], Λατ. sopor, αὐτῷ… [[μαλακὸν]] περὶ [[κῶμα]] καλύψω Ἰλ. Ξ. 359· ἦ με… [[μαλακὸν]] περὶ κῶμ’ ἐκάλυψεν Ὀδ. Σ. 201· κακὸν δ’ ἐπὶ [[κῶμα]] καλύπτει Ἡσιόδ. Θ. 798· αἰθυσσομένων δὲ [[φύλλον]] κ. καταρρεῖ Σαμπφὼ 4· ὕπνου κ. Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3. 6· ― μεταφ. ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τῆς μουσικῆς, Πινδ. Π. 1. 21. ― Ἄχρηστον παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς. 2) ἐν τῇ Ἰατρικῇ, ληθαργικὴ [[κατάστασις]], συνεχές, οὐχ ὑπνῶδες ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδ. 3. 1085· πρβλ. Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 458, Foes. Oecon., καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[κάρος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κῶμα -ατος, τό poët. diepe slaap, trance, spec. door betovering:. αἰθυσσομένων δὲ φύλλων κῶμα κατέρρει uit de ritselende bladeren daalt diepe slaap neer Sapph. 2.8. geneesk. bewusteloosheid, coma.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 21:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῶμα Medium diacritics: κῶμα Low diacritics: κώμα Capitals: ΚΩΜΑ
Transliteration A: kō̂ma Transliteration B: kōma Transliteration C: koma Beta Code: kw=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (perhaps cogn. with κεῖμαι, κοιμάω) A deep sleep, αὐτῷ… μαλακὸν περὶ κῶμα κάλυψα Il.14.359; ἦ με… μαλακὸν περὶ κῶμ' ἐκάλυψεν Od.18.201; κακὸν δέ ἑ κῶμα καλύπτει Hes.Th.798; αἰθυσσομένων δὲ φύλλων κ. κατάρρει Sapph.4; ὕπνου κ. Theoc.Ep.3.6: metaph., of the effect of music, Pi.P.1.12.—Not in Trag. 2 Medic., lethargic state, coma, κῶμα συνεχές, οὐχ ὑπνῶδες Hp.Epid.3.6, cf. Gal. 7.643, Sch.Nic.Al.458.

German (Pape)

[Seite 1543] τό (vgl. κοιμαω), tiefer, fester Schlaf; μαλακόν Il. 14, 359 Od. 18, 201; κακόν Hes. Th. 798; ἀβληχρόν Ap. Rh. 2, 205; ὀλοόν Nic. Al. 458; auch a. Sp.; krankhafte Neigung zum Schlaf, Schlafsucht, das Zufallen der Augen beim Kranken ohne wirklichen Schlaf, Medic. – Pind. P. 1, 12 verbindet ἰαίνει καρδίαν κώματι, was ein Schol. durch θέλγμα übersetzt; Andere erkl. es = κῶμος; am besten ist an sanften Schlaf zu denken.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sommeil profond.
Étymologie: κοιμάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κῶμα -ατος, τό poët. diepe slaap, trance, spec. door betovering:. αἰθυσσομένων δὲ φύλλων κῶμα κατέρρει uit de ritselende bladeren daalt diepe slaap neer Sapph. 2.8. geneesk. bewusteloosheid, coma.

Russian (Dvoretsky)

κῶμα: ατος τό (тж. ὕπνου κ. Theocr.) сон, дремота Hom., Hes., Pind.

English (Autenrieth)

(κοιμάω): deep sleep.

English (Slater)

repose καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης ἰαίνει καρδίαν κώματι (P. 1.12)

Greek Monolingual

το (Α κῶμα)
λήθαργος, βαρύς ύπνος (ἦ με μαλακὸν περὶ κώμα κάλυψεν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
παθολογική κατάσταση βαθύτατης αναστολής της ανώτερης νευρικής δραστηριότητας, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ή μερική απώλεια της συνείδησης, της εκούσιας κινητικότητας και της ενσυνείδητης αισθητικότητας με διατήρηση όμως τών θεμελιωδών νευροφυτικών λειτουργιών, της κυκλοφορίας και της αναπνοής
αρχ.
νοσηρή τάση για ύπνο, ληθαργική κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ τ. kōi-, συνδεόμενη με το κεῖμαι (πρβλ. και κοιμάμαι). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το κάμνω, άποψη όμως όχι πιθανή. Τη λ. ως ιατρικό όρο δανείστηκαν νωρίς διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες, πρβλ. αγγλ. και γαλλ. coma].

Greek Monotonic

κῶμα: -ατος, τό (κεῖμαι), βαθύς ύπνος, λήθαργο, ύπνος γαλήνιος, Λατ. sopor, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

κῶμα: τό, (κεῖμαι, κοιμάω) βαθὺς ὕπνος, λήθαργος, Λατ. sopor, αὐτῷ… μαλακὸν περὶ κῶμα καλύψω Ἰλ. Ξ. 359· ἦ με… μαλακὸν περὶ κῶμ’ ἐκάλυψεν Ὀδ. Σ. 201· κακὸν δ’ ἐπὶ κῶμα καλύπτει Ἡσιόδ. Θ. 798· αἰθυσσομένων δὲ φύλλον κ. καταρρεῖ Σαμπφὼ 4· ὕπνου κ. Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3. 6· ― μεταφ. ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τῆς μουσικῆς, Πινδ. Π. 1. 21. ― Ἄχρηστον παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς. 2) ἐν τῇ Ἰατρικῇ, ληθαργικὴ κατάστασις, συνεχές, οὐχ ὑπνῶδες ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδ. 3. 1085· πρβλ. Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 458, Foes. Oecon., καὶ ἴδε ἐν λέξ. κάρος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: deep, fest sleep (Il.), lethargy, coma (medic.).
Derivatives: κωματώδης lethargic, κωμαίνω, κωματίζομαι lie in coma, κωμόομαι fall in coma (medic.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. By Brugmann Griech. Gramm.3 272 (4 317) connected with κεῖμαι (as *kō(i)-mn̥; against this WP. 1,387); not with Persson Beitr. 2, 676 to κάμνω. Cf. Porzig Satzinhalte 281.

Middle Liddell

κῶμα, ατος, τό, κεῖμαι
deep sleep, slumber, Lat. sopor, Hom., Hes.

Frisk Etymology German

κῶμα: {kō̃ma}
Grammar: n.
Meaning: tiefer, fester Schlaf (ep. poet. seit Il.), Lethargie, Koma (Mediz.)
Derivative: mit κωματώδης lethargisch, κωμαίνω, κωματίζομαι in Koma liegen, κωμόομαι in Koma fallen (Mediz.).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Von Brugmann Griech. Gramm. 3 272 (4 317) zu κεῖμαι mit Dehnstufe (idg. *[i]-mn̥) gestellt (dagegen WP. 1,387); Persson Beitr. 2, 676 zieht Verbindung mit κάμνω vor. Vgl. Porzig Satzinhalte 281.
Page 2,61