περιπλοκή: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῆς (ἡ) :<br />enlacement, embrassement.<br />'''Étymologie:''' [[περιπλέκω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />enlacement, embrassement.<br />'''Étymologie:''' [[περιπλέκω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιπλοκή''': , τὸ περιπλέκειν, ἐμπλέκειν, [[ἐμπλοκή]], Ἀριστ. περ. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 4· περιπλοκαὶ γυναικῶν Πολύβ. 2. 56, 7, κτλ.· περιπλοκῆς δεῖται [ὁ κιττὸς] Πλούτ. 2. 649Β. 2) ἐπὶ λόγων, περιπλοκὰς λόγων, περιφράσεις, Εὐρ. Φοίν. 497· περιπλοκὰς [[λίαν]] ἐρωτᾷς Ἀντιφάνης ἐν «Γανυμήδει» 2. 1· τί οὖν περιπλοκὰς λέγεις; Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 1. 35. ἴδε [[περιπλέκω]] ΙΙ. 2.
|elnltext=περιπλοκή -ῆς, ἡ [περιπλέκω] omhelzing:; φιλήματά τε ἐγίγνετο... καὶ περιπλοκαί er waren kussen en omhelzingen Luc. 42.39; in sport houdgreep; Luc. 37.24; omslachtigheid:. περιπλοκὰς λόγων ἀθροίζειν een ingewikkeld betoog bijeenharken Eur. Phoen. 494.
}}
{{elru
|elrutext='''περιπλοκή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сплетение]], [[переплетение]] (sc. τῶν ὄφεων Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[объятие]] (τῶν γυναικῶν Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[запутанность]], [[сложность]] (περιπλοκαὶ λόγων Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''περιπλοκή:''' ἡ ([[περιπλέκω]]), [[περιστροφή]], [[εμπλοκή]], περιπλέξιμο, σε Ευρ.
|lsmtext='''περιπλοκή:''' ἡ ([[περιπλέκω]]), [[περιστροφή]], [[εμπλοκή]], περιπλέξιμο, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιπλοκή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сплетение]], [[переплетение]] (sc. τῶν ὄφεων Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[объятие]] (τῶν γυναικῶν Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[запутанность]], [[сложность]] (περιπλοκαὶ λόγων Eur.).
|lstext='''περιπλοκή''': , τὸ περιπλέκειν, ἐμπλέκειν, [[ἐμπλοκή]], Ἀριστ. περ. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. περιπλοκαὶ γυναικῶν Πολύβ. 2. 56, 7, κτλ.· περιπλοκῆς δεῖται [ὁ κιττὸς] Πλούτ. 2. 649Β. 2) ἐπὶ λόγων, περιπλοκὰς λόγων, περιφράσεις, Εὐρ. Φοίν. 497· περιπλοκὰς [[λίαν]] ἐρωτᾷς Ἀντιφάνης ἐν «Γανυμήδει» 2. 1· τί οὖν περιπλοκὰς λέγεις; Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 1. 35. ἴδε [[περιπλέκω]] ΙΙ. 2.
}}
{{elnl
|elnltext=περιπλοκή -ῆς, [περιπλέκω] omhelzing:; φιλήματά τε ἐγίγνετο... καὶ περιπλοκαί er waren kussen en omhelzingen Luc. 42.39; in sport houdgreep; Luc. 37.24; omslachtigheid:. περιπλοκὰς λόγων ἀθροίζειν een ingewikkeld betoog bijeenharken Eur. Phoen. 494.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περιπλοκή]], ἡ, [[περιπλέκω]]<br />a twining [[round]], [[entanglement]], [[intricacy]], Eur.
|mdlsjtxt=[[περιπλοκή]], ἡ, [[περιπλέκω]]<br />a twining [[round]], [[entanglement]], [[intricacy]], Eur.
}}
}}

Revision as of 21:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπλοκή Medium diacritics: περιπλοκή Low diacritics: περιπλοκή Capitals: ΠΕΡΙΠΛΟΚΗ
Transliteration A: periplokḗ Transliteration B: periplokē Transliteration C: periploki Beta Code: periplokh/

English (LSJ)

ἡ, A twining round, interlacing, Arist.HA540b4; περιπλοκαὶ γυναικῶν Plb.2.56.7, cf. Luc.Alex.39, etc.; περιπλοκῆς δεῖται [ὁ κιττός] Plu.2.649c. b in the philos. of Epicurus, interlacing of atoms, Ep.1p.8U., 2p.44U. (pl.), al.; περιπλοκὴν περιπλέκεσθαι Arist.Fr.208. II metaph., of one wrestling in argument, Ph.1.199. 2 entanglement, complication, POxy.533.10 (ii/iii A. D.). 3 intricacy, περιπλοκὰς λόγων circumlocutions, E.Ph.494, cf. Hermog.Meth.8; περιπλοκὰς λίαν ἐρωτᾷς Antiph.74.1; τί οὖν… π. λέγεις; Strato Com.1.35; χωρὶς -πλοκῆς λέγειν τἀληθῆ M.Ant.12.1.

German (Pape)

[Seite 588] ἡ, das Umwinden, Umfassen, die Verwickelung, λόγων, Eur. Phoen. 497; Umarmung, γυναικῶν, Pol. 2, 56, 7; Sp., wie Luc. u. Plut., καὶ δυσκολίαν ἔχειν, Symp. 5, 1, 2.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
enlacement, embrassement.
Étymologie: περιπλέκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπλοκή -ῆς, ἡ [περιπλέκω] omhelzing:; φιλήματά τε ἐγίγνετο... καὶ περιπλοκαί er waren kussen en omhelzingen Luc. 42.39; in sport houdgreep; Luc. 37.24; omslachtigheid:. περιπλοκὰς λόγων ἀθροίζειν een ingewikkeld betoog bijeenharken Eur. Phoen. 494.

Russian (Dvoretsky)

περιπλοκή:
1) сплетение, переплетение (sc. τῶν ὄφεων Arst.);
2) объятие (τῶν γυναικῶν Polyb.);
3) запутанность, сложность (περιπλοκαὶ λόγων Eur.).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ περιπλέκω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περιπλέκω, πλέξιμο, συστροφή («περιπλοκῆς δεῖται καί στηρίγματος [ὁ κιττός]», Πλούτ.)
2. μτφ. εμπλοκή σε δυσχέρειες, μπλέξιμο (α. «στις διαπραγματεύσεις παρουσιάστηκαν περιπλοκές» β. «ἵνα μὴ ἔχωμεν περιπλοκὴν πρὸς τὸν ἀντίδικον», πάπ.)
νεοελλ.
1. απροσδόκητο εμπόδιοπεριπλοκή της υπόθεσης»)
2. (για νόσο) επιπλοκή
μσν.-αρχ.
περίπτυξη, εναγκαλισμός («καὶ ἐκ τὰ πολλὰ φιλήματα καὶ τὰς περιπλοκάς τους», Διήγ. Αχιλλ.)
αρχ.
1. περιτύλιξη, περιέλιξη («κιττὸς περὶ πεύκην εἱλιχθεὶς ᾠκειοῦτο τὸ δένδρον ταῖς περιπλοκαῑς», Αχ. Τάτ.)
2. (στον Επίκουρο, για τα άτομα) σύμπλεξη, σύμμιξη, συνένωση
3. μτφ. α) εμπλοκή κατά την ανάπτυξη του λόγου, σύγχυση στην ανάπτυξη επιχειρημάτων
β) το να εκφράζεται κανείς με περιφράσεις και ασάφειες («οὐχὶ περιπλοκὰς λόγων ἀθροίσας εἶπον», Ευρ.)
4. ένωση.

Greek Monotonic

περιπλοκή: ἡ (περιπλέκω), περιστροφή, εμπλοκή, περιπλέξιμο, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

περιπλοκή: ἡ, τὸ περιπλέκειν, ἐμπλέκειν, ἐμπλοκή, Ἀριστ. περ. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 4· περιπλοκαὶ γυναικῶν Πολύβ. 2. 56, 7, κτλ.· περιπλοκῆς δεῖται [ὁ κιττὸς] Πλούτ. 2. 649Β. 2) ἐπὶ λόγων, περιπλοκὰς λόγων, περιφράσεις, Εὐρ. Φοίν. 497· περιπλοκὰς λίαν ἐρωτᾷς Ἀντιφάνης ἐν «Γανυμήδει» 2. 1· τί οὖν περιπλοκὰς λέγεις; Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 1. 35. ἴδε περιπλέκω ΙΙ. 2.

Middle Liddell

περιπλοκή, ἡ, περιπλέκω
a twining round, entanglement, intricacy, Eur.