πρόδομος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui est devant la maison ; ὁ [[πρόδομος]] le vestibule.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[δόμος]].
|btext=ος, ον :<br />qui est devant la maison ; ὁ [[πρόδομος]] le vestibule.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[δόμος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρόδομος''': , ἢ πρόδομον, τό, τὸ [[μέρος]] τῆς οἰκίας εἰς ὃ εἰσέρχεταί τις εὐθὺς ἐκ τῆς αὐλῆς, χρησιμεῦον ὡς κοιτὼν τῶν ξενιζομένων, ἑνὶ προδόμῳ [[πρόσθεν]] θαλάμοιο θυράων Ἰλ. Ι. 473· ἐν προδόμῳ δόμου Ἰλ. Ω. 673· τὸ αὐτὸ καὶ [[αἴθουσα]], πρβλ. Ὀδ. Δ. 302 πρὸς 297· ― τὸ πρόδομον ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1233, 2754.
|elnltext=πρό-δομος -ον. voor het huis:; μόλε πρόδομος kom het huis uit Eur. Phoen. 296; subst. ὁ πρόδομος hal, voorvertrek.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόδομος:''' <b class="num">II</b> передняя часть дома (ἐν προδόμῳ δόμου Hom.).<br />находящийся перед домом ([[Ἑκάτη]] Aesch.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''πρόδομος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] από το [[σπίτι]], σε Ανθ.<br /><b class="num">• [[πρόδομος]]:</b> -ον, [[δωμάτιο]] που βρίσκεται [[αμέσως]] [[μετά]] την <i>αὐλήν</i>· χρησιμοποιούναν ως [[ξενώνας]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''πρόδομος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] από το [[σπίτι]], σε Ανθ.<br /><b class="num">• [[πρόδομος]]:</b> -ον, [[δωμάτιο]] που βρίσκεται [[αμέσως]] [[μετά]] την <i>αὐλήν</i>· χρησιμοποιούναν ως [[ξενώνας]], σε Όμηρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρόδομος:''' <b class="num">II</b> передняя часть дома (ἐν προδόμῳ δόμου Hom.).<br />находящийся перед домом ([[Ἑκάτη]] Aesch.).
|lstext='''πρόδομος''': , ἢ πρόδομον, τό, τὸ [[μέρος]] τῆς οἰκίας εἰς ὃ εἰσέρχεταί τις εὐθὺς ἐκ τῆς αὐλῆς, χρησιμεῦον ὡς κοιτὼν τῶν ξενιζομένων, ἑνὶ προδόμῳ [[πρόσθεν]] θαλάμοιο θυράων Ἰλ. Ι. 473· ἐν προδόμῳ δόμου Ἰλ. Ω. 673· τὸ αὐτὸ καὶ [[αἴθουσα]], πρβλ. Ὀδ. Δ. 302 πρὸς 297· ― τὸ πρόδομον ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1233, 2754.
}}
{{elnl
|elnltext=πρό-δομος -ον. voor het huis:; μόλε πρόδομος kom het huis uit Eur. Phoen. 296; subst. ὁ πρόδομος hal, voorvertrek.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πρό-δομος, ὁ,<br />the [[chamber]] entered [[immediately]] from the [[αὐλή]], serving as the guests' sleeping-[[room]], Hom. <br />πρό-δομος, ον,<br />[[before]] the [[house]], Anth.
|mdlsjtxt=πρό-δομος, ὁ,<br />the [[chamber]] entered [[immediately]] from the [[αὐλή]], serving as the guests' sleeping-[[room]], Hom. <br />πρό-δομος, ον,<br />[[before]] the [[house]], Anth.
}}
}}

Revision as of 21:56, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόδομος Medium diacritics: πρόδομος Low diacritics: πρόδομος Capitals: ΠΡΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: pródomos Transliteration B: prodomos Transliteration C: prodomos Beta Code: pro/domos

English (LSJ)

ὁ, A chamber entered immediately from the fore-court, ἐνὶ προδόμῳ πρόσθεν θαλάμοιο θυράων Il.9.473; ἐν προδόμῳ δόμου 24.673, Od.4.302: later, in temples, opp. ὀπισθόδομος, SIG247 I227 (Delph., iv B.C.):— also πρόδομον, τό, Inscr.Délos370.14(iii B.C.), CIG2754 (Aphrodisias).
πρόδομος, ον, before the house, ἀοιδαί B.6.14; πυρή AP6.285 (Nicarch.): c. gen., Ἑκάτη τῶν βασιλείων πρόδομος μελάθρων (πρόδρομος codd.) A.Fr.388(anap.).

German (Pape)

[Seite 717] vor dem Hause befindlich, Suid. ὁ, Vorhaus, Vorsaal, das Zimmer des Hauses, in welches man, von dem Hofe kommend, zuerst eintritt; ἐνὶ προδόμῳ πρόσθεν θαλάμοιο θυράων, Il. 9, 473, ἐν προδόμῳ δόμου αὐτόθι κοιμήσαντο, 24, 673, u. so oft als Ort zum Schlafen, wie die Halle benutzt; διὰ προδόμων, Eur. Or. 1495; auch in späterer Prosa, Luc. asin. 22; vgl. VLL.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est devant la maison ; ὁ πρόδομος le vestibule.
Étymologie: πρό, δόμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρό-δομος -ον. voor het huis:; μόλε πρόδομος kom het huis uit Eur. Phoen. 296; subst. ὁ πρόδομος hal, voorvertrek.

Russian (Dvoretsky)

πρόδομος: II ὁ передняя часть дома (ἐν προδόμῳ δόμου Hom.).
находящийся перед домом (Ἑκάτη Aesch.).

English (Autenrieth)

vestibule, a portico before the house, supported by pillars (see plate III. D D, at end of volume), Il. 9.473, Od. 4.302, cf. Od. 8.57.

English (Slater)

πρόδομος, forecourt τεὸν πρόδομον (coni. Schr.: τεόν τε δόμον codd.: τε del. Wil.: γε δόμον Mosch) (P. 7.11) ]

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και πρόδομον, τὸ, και ως επίθ. πρόδομος, -ον, Α
ο πρώτος χώρος της οικίας στον οποίο εισέρχεται κανείς, προθάλαμος
νεοελλ.
χώρος που βρίσκεται εμπρός από κάποια κοιλότητα του σώματος, όπως ο πρόδομος του επιπλοϊκού θυλάκου στην άνω κοιλία, ο πρόδομος του κόλπου, ο πρόδομος του λάρυγγα κ.λπ.
αρχ.
1. ως επίθ. αυτός που βρίσκεται μπροστά από την οικία
2. το αρσ. ως ουσ. ο κοιτώνας τών φιλοξενουμένων («ἐν προδόμῳ δόμου αὐτόθι κοιμήσαντο», Ομ. Ιλ.)
β) ο πρόναος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + δόμος «δωμάτιο, σπίτι» (πρβλ. οπισθό-δομος)].

Greek Monotonic

πρόδομος: -ον, αυτός που βρίσκεται μπροστά από το σπίτι, σε Ανθ.
πρόδομος: -ον, δωμάτιο που βρίσκεται αμέσως μετά την αὐλήν· χρησιμοποιούναν ως ξενώνας, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόδομος: ὁ, ἢ πρόδομον, τό, τὸ μέρος τῆς οἰκίας εἰς ὃ εἰσέρχεταί τις εὐθὺς ἐκ τῆς αὐλῆς, χρησιμεῦον ὡς κοιτὼν τῶν ξενιζομένων, ἑνὶ προδόμῳ πρόσθεν θαλάμοιο θυράων Ἰλ. Ι. 473· ἐν προδόμῳ δόμου Ἰλ. Ω. 673· τὸ αὐτὸ καὶ αἴθουσα, πρβλ. Ὀδ. Δ. 302 πρὸς 297· ― τὸ πρόδομον ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1233, 2754.

Middle Liddell

πρό-δομος, ὁ,
the chamber entered immediately from the αὐλή, serving as the guests' sleeping-room, Hom.
πρό-δομος, ον,
before the house, Anth.