σχερός: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />terre ferme, continent <i>primit. côte continue, longée de côte ; loc. adv.</i> • [[ἐν]] σχερῷ ([[ἐνσχερώ]]) d'une manière continue, de suite.<br />'''Étymologie:''' [[σχεῖν]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />terre ferme, continent <i>primit. côte continue, longée de côte ; loc. adv.</i> • [[ἐν]] σχερῷ ([[ἐνσχερώ]]) d'une manière continue, de suite.<br />'''Étymologie:''' [[σχεῖν]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σχερός''': ὁ, εὕρηται μόνον ἐν τῇ δοτ., ἐν σχερῷ, τὸν ἅπαντα χρόνον, Πινδ. Ν. 1. 105., 11. 49, Ι. 6 (5). 32· φέρεται ἐνσχερὼ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 912, πρβλ. ἐπισχερῶ. ΙΙ. σχερὸς ἑρμηνεύεται: ἀκτή, αἰγιαλὸς παρ’ Ἡσύχ., πρβλ. Θεογνώστ. Καν. σ. 12. (Ἡ [[σημασία]] Ι ὑποδηλοῖ ὅτι ἡ [[λέξις]] σχετίζεται πρὸς τὸ σχεῖν, ἔχω· καὶ [[ἴσως]] τὸ [[σχερός]], μετὰ τοῦ ὀνόματος [[Σχερία]], σημαίνει [[ἁπλῶς]] συνεχὴς παραλία, ἐκτεταμένη ἀκτή).
|elnltext=σχερός, ὁ alleen ἐν σχερῷ ononderbroken, op (een) rij. Pind.
}}
{{elru
|elrutext='''σχερός:''' ὁ континент, материк: перен. ἐν σχερῷ Pind. непрерывно.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''σχερός:''' ὁ ([[σχεῖν]]), απαντάται μόνον στη δοτ. <i>ἐν σχερῷ</i>, [[συνεχώς]], αδιαλείπτως, διαδοχικά, κατά [[παράταξη]], σε Πίνδ.· πρβλ. [[ἐπισχερώ]].
|lsmtext='''σχερός:''' ὁ ([[σχεῖν]]), απαντάται μόνον στη δοτ. <i>ἐν σχερῷ</i>, [[συνεχώς]], αδιαλείπτως, διαδοχικά, κατά [[παράταξη]], σε Πίνδ.· πρβλ. [[ἐπισχερώ]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σχερός:''' ὁ континент, материк: перен. ἐν σχερῷ Pind. непрерывно.
|lstext='''σχερός''': ὁ, εὕρηται μόνον ἐν τῇ δοτ., ἐν σχερῷ, τὸν ἅπαντα χρόνον, Πινδ. Ν. 1. 105., 11. 49, Ι. 6 (5). 32· φέρεται ἐνσχερὼ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 912, πρβλ. ἐπισχερῶ. ΙΙ. σχερὸς ἑρμηνεύεται: ἀκτή, αἰγιαλὸς παρ’ Ἡσύχ., πρβλ. Θεογνώστ. Καν. σ. 12. (Ἡ [[σημασία]] Ι ὑποδηλοῖ ὅτι ἡ [[λέξις]] σχετίζεται πρὸς τὸ σχεῖν, ἔχω· καὶ [[ἴσως]] τὸ [[σχερός]], μετὰ τοῦ ὀνόματος [[Σχερία]], σημαίνει [[ἁπλῶς]] συνεχὴς παραλία, ἐκτεταμένη ἀκτή).
}}
{{elnl
|elnltext=σχερός, ὁ alleen ἐν σχερῷ ononderbroken, op (een) rij. Pind.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 22:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχερός Medium diacritics: σχερός Low diacritics: σχερός Capitals: ΣΧΕΡΟΣ
Transliteration A: scherós Transliteration B: scheros Transliteration C: scheros Beta Code: sxero/s

English (LSJ)

ὁ, found only in dat., ἐν σχερῷ
A in a line, one after another, uninterruptedly, successively, Pi.N.1.69, 11.39, I.6(5).22: written ἐνσχερώ in A.R.1.912; cf. ἐπισχερώ, ἰσχερώ (perhaps for Cypr. ἰν σχερῷ).
II σχερός· ἀκτή, αἰγιαλός, Hsch., cf. Theognost.Can.12: also σχερόν, = κῦμα ἑτοῖμον, Amerias ap.Hsch.

German (Pape)

[Seite 1054] ὁ, ursprünglich das feste Land, die Erdfeste, das Ufer, Gegensatz der Gewässer; als subst. nur bei den Gramm.; sonst findet sich nur ἐν σχερῷ, Pind. N. 1, 69. 11, 39 I. 5, 22, im festen Zusammenhange, ununterbrochen fort, hinter einander, von Ort u. Zeit; vgl. Ap. Rh. 1, 912 u. ἐνσχερώ u. ἐπισχερώ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
terre ferme, continent primit. côte continue, longée de côte ; loc. adv. • ἐν σχερῷ (ἐνσχερώ) d'une manière continue, de suite.
Étymologie: σχεῖν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχερός, ὁ alleen ἐν σχερῷ ononderbroken, op (een) rij. Pind.

Russian (Dvoretsky)

σχερός: ὁ континент, материк: перен. ἐν σχερῷ Pind. непрерывно.

English (Slater)

σχερός only in phrase ἐν σχερῷ, in a line, uninterruptedly αὐτὸν μὰν ἐν εἰρήνᾳ τὸν ἅπαντα χρόνον ἐν σχερῷ ἡσυχίαν λαχόντ (ἐν supp. Hermann, om. codd.: ἐνσχερὼ Dindorf) (N. 1.69) ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι (ἐνσχερὼ Heyne) (N. 11.39) ἑκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι (ἐνσχερὼ Franc. Portus: one hundred feet of uninterrupted breath ) (I. 6.22)

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
(μόνον στη δοτ. και σε φρ.) «ἐν σχερῷ» — με συνεχή αλληλοδιαδοχή, αδιάκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται μόνο στη δοτ. και έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα σχ- του ρ. ἔχω (πρβλ. ἔσχον, σχέσθαι) με επίθημα -ρός (πρβλ. κυδοός)].
(II)
ὁ, Α
1. (κατά τον Ησύχ. και τον Θεόγνωστ.) «ἀκτή, αἰγιαλός»
2. (στην αιτ. κατά τον Ησύχ.) σχερόν
«κῡμα ἑτοῑμον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχερός με σημ. «ακτή» (από αμάρτυρο αρχικό τ. σκερός με δευτερογενές δασύ σύμφωνο) έχει αναχθεί στην ΙΕ ρίζα (s)ker- «κόβω» (βλ. λ. κείρω), πρβλ. αγγλοσαξ. score, αγγλ. shore «γιαλός, όχθη». Από τη λ. σχερός παράγεται πιθ. το σύνθ. πολυ-σχεράς (βλ. και λ. χέραδος), ο τ. ξερόν και, πιθ., το όνομα του νησιού τών Φαιάκων Σχερία.

Greek Monotonic

σχερός: ὁ (σχεῖν), απαντάται μόνον στη δοτ. ἐν σχερῷ, συνεχώς, αδιαλείπτως, διαδοχικά, κατά παράταξη, σε Πίνδ.· πρβλ. ἐπισχερώ.

Greek (Liddell-Scott)

σχερός: ὁ, εὕρηται μόνον ἐν τῇ δοτ., ἐν σχερῷ, τὸν ἅπαντα χρόνον, Πινδ. Ν. 1. 105., 11. 49, Ι. 6 (5). 32· φέρεται ἐνσχερὼ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 912, πρβλ. ἐπισχερῶ. ΙΙ. σχερὸς ἑρμηνεύεται: ἀκτή, αἰγιαλὸς παρ’ Ἡσύχ., πρβλ. Θεογνώστ. Καν. σ. 12. (Ἡ σημασία Ι ὑποδηλοῖ ὅτι ἡ λέξις σχετίζεται πρὸς τὸ σχεῖν, ἔχω· καὶ ἴσως τὸ σχερός, μετὰ τοῦ ὀνόματος Σχερία, σημαίνει ἁπλῶς συνεχὴς παραλία, ἐκτεταμένη ἀκτή).

Frisk Etymological English

Grammatical information: ?
Meaning: ἀκτή, αἰγιαλός (H., Theognost. Can.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Acc. to Hiersche Zeitschr. f. Phon. 17, 515ff., Ten. asp. 218 for *σκερός to OE score, MLG schore (rocky) coast, shore (IE *sker-, s. κείρω); from here with metathesis ξερός (s. v.)? On Σχερία cf. Hennig RhM 75, 266 ff. (from Phoenic. Schchr = Sxr trading post). -- Further s. ἐπισχερώ. -- The connection with ἐπισχερω is improbable, as σχερός has nothing of the idea of continuous etc.

Middle Liddell

σχερός, οῦ, ὁ, σχεῖν
found only in dat., ἐν σχερῷ in a line, one after another, uninterruptedly, successively, Pind.; cf. ἐπισχερώ.

Frisk Etymology German

σχερός: {skherós}
Meaning: ἀκτή, αἰγιαλός H., Theognost. Kan.
Etymology: Nach Hiersche Zeitschr. f. Phon. 17, 515ff., Ten. asp. 218 ansprechend für *σκερός zu ags. score, mnd. schore ‘(felsige) Küste, Ufer’ (idg. sqer-, s. κείρω); daraus mit Metathese ξερός (s. d.)? Zu Σχερία noch Hennig RhM 75, 266 ff. (aus phöniz. Schchr = Sxr Handelsplatz). — Weiteres s. ἐπισχερώ.
Page 2,838