δαήμων: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />savant, habile : τινός, ἔν τινι en qch.<br />'''Étymologie:''' [[δαῆναι]], v. *δάω.
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />savant, habile : τινός, ἔν τινι en qch.<br />'''Étymologie:''' [[δαῆναι]], v. *δάω.
}}
{{elnl
|elnltext=δαήμων -ον [~*δάω] kundig, vaardig, met gen., met ἐν + dat. in iets.
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰήμων:''' gen. ονος знающий, сведущий, опытный (τινός Hom., Plut. и ἔν τινι Hom.; δαημονέστατος καὶ εὐπιστότατος Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δαήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> (<i>*δάω</i>, [[δαῆναι]]), [[γνώστης]], [[έμπειρος]] σε [[κάτι]], ειδήμων, [[έμπειρος]], [[ειδικός]]· <i>ἔν τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· <i>δαημονέστατος</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''δαήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> (<i>*δάω</i>, [[δαῆναι]]), [[γνώστης]], [[έμπειρος]] σε [[κάτι]], ειδήμων, [[έμπειρος]], [[ειδικός]]· <i>ἔν τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· <i>δαημονέστατος</i>, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=δαήμων -ον [~*δάω] kundig, vaardig, met gen., met ἐν + dat. in iets.
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰήμων:''' gen. ονος знающий, сведущий, опытный (τινός Hom., Plut. и ἔν τινι Hom.; δαημονέστατος καὶ εὐπιστότατος Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[*δάω, [[δαῆναι]]<br />[[knowing]], experienced in a [[thing]], ἔν τινι Il.; c. gen., Od.:— δαημονέστατος Xen.
|mdlsjtxt=[*δάω, [[δαῆναι]]<br />[[knowing]], experienced in a [[thing]], ἔν τινι Il.; c. gen., Od.:— δαημονέστατος Xen.
}}
}}

Revision as of 23:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαήμων Medium diacritics: δαήμων Low diacritics: δαήμων Capitals: ΔΑΗΜΩΝ
Transliteration A: daḗmōn Transliteration B: daēmōn Transliteration C: daimon Beta Code: dah/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (δαῆναι) knowing, experienced in a thing, τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος Il.15.411; ἐν πάντεσσ' ἔργοισι δαήμονα 23.671: c. gen. rei, δαήμονι φωτὶ ἐΐσκω ἄθλων Od.8.159, cf. Democr.197: c. inf., κοσμῆσαι δ. knowing best how to .., Arr.An.7.28.2; χρήματα φυλάττειν δ. Them.Or.2.25c: Comp. -έστερος Eun.VSp.499B., Procop.Arc.Praef.: Sup.-έστατος X.Cyr.1.2.12, Agath.5.6. Adv. Sup. -έστατα Id.3.25.

German (Pape)

[Seite 513] ον, kundig, erfahren, ἄθλων Od. 8, 159; δοιὼ θεράποντε, δαήμονε δαιτροσυνάων Od. 16, 253; οὐδ' ἄρα πως ἦν ἐν πάντεσσ' ἔργοισι δαήμονα φῶτα γενέσθαι Iliad . 23. 671; ἀλλ' ὥς τε στάθμη δόρυ νήιον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος, ὅς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης Iliad. 15, 411; – Prosa, Plat. Crat. 398 b zur Erkl. von δαίμων; bei Xen. Cyr. 1, 2, 12 im superl. δαημονέστατοι; c. inf. Arr. An. 7, 23, 5.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
savant, habile : τινός, ἔν τινι en qch.
Étymologie: δαῆναι, v. *δάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαήμων -ον [~*δάω] kundig, vaardig, met gen., met ἐν + dat. in iets.

Russian (Dvoretsky)

δᾰήμων: gen. ονος знающий, сведущий, опытный (τινός Hom., Plut. и ἔν τινι Hom.; δαημονέστατος καὶ εὐπιστότατος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

δαήμων: -ον, γεν.-ονος (δαῆναι) εἰδήμων, ἔμπειρος ἔν τινι, τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος Ἰλ. Ο. 411· ἐν πάντεσσ’ ἔργοισι δαήμονα Ψ. 671· ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγμ., δαήμονι φωτὶ ἐίσκω ἄθλων Ὀδ. Θ. 159·― σπάν. παρὰ τοῖς πεζ., Πλάτ. Κρατ. 398Β, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 110. 8. Συγκριτ.-ονέστερος Εὐ. 106· ὑπερθ. δαημονέστατος Ξεν. Κύρ. 1. 2, 12· μετ’ ἀπαρ., κοσμῆσαι δ., γινώσκων κάλλιστα πῶς νὰ…, Ἀρρ. Ἀν. 28.

English (Autenrieth)

ονος (root δα): skilled in; w. gen., also ἔν τινι.

Greek Monolingual

δαήμων, -ον (AM)
έμπειρος, εξασκημένος σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ. αρχ.) δαη- του αορ. εδάην (πρβλ. διδάσκω)].

Greek Monotonic

δαήμων: -ον, γεν. -ονος (*δάω, δαῆναι), γνώστης, έμπειρος σε κάτι, ειδήμων, έμπειρος, ειδικός· ἔν τινι, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· δαημονέστατος, σε Ξεν.

Middle Liddell

[*δάω, δαῆναι
knowing, experienced in a thing, ἔν τινι Il.; c. gen., Od.:— δαημονέστατος Xen.